-
1 διδύμια
διδύμιαsmall convexities near the pineal gland of the brain: neut nom /voc /acc pl -
2 διδύμια
A small convexities near the pineal gland of the brain, Gal.UP8.14, al.II Dim. ofδίδυμος 111.2
, Paul.Aeg.6.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδύμια
-
3 δίδυμος
Grammatical information: adj.Meaning: `double', subst. pl. `twins' (Il.), `testicles' (LXX).Dialectal forms: Myc. Didumo \/Didumōi\/ PN.Derivatives: διδυμᾱ́ονε du., dat. pl. - οσιν `twins' (Hom.), in Nonn. in plur. and sing. as adj. = δίδυμος; lengthened δίδυμος after ὀπάων (Chantr. Form. 163, Schwyzer 521); διδύμιος = δίδυμος ( Sammelb. 1068); διδύμια, διδυμαῖα pl. medic. `testicles etc.' (Hp.); διδυμωτός `forked' (Cyran.); Διδυμών month name in Alexandria (Ptol.). - διδυμότης `duality' (Pl.). - Denomin. διδυμεύω `bear twins' (LXX). - διδυμᾱ-τόκος, - η- `bearing twins' (Theoc.) with compositional (metrical) lengthening for διδυμο-τόκος (Arist.), from which διδυμη-τοκέω (- ο-).Origin: IE [Indo-European] [228] *du̯i-du-Etymology: Reduplication from δύο with μο-suffix ( ἔτυμος); cf. ἀμφί-δυμος `double' (δ 847). Analogical formations like τρί-δυμος (D. H.) show that δίδυμος was connected at least later with δίς `twice'. - Cf. also Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 48.Page in Frisk: 1,387Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δίδυμος
См. также в других словарях:
διδύμια — small convexities near the pineal gland of the brain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek
διδύμιο — το (AM διδύμιον) [δίδυμος] πληθ. τα διδύμια τέσσερα υποστρόγγυλα λοφίδια στη ραχιαία επιφάνεια τού μέσου εγκεφάλου («τὰ ἑκατέρωθεν τοῡ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῡ ἐγκεφάλου...», Γαληνός) μσν. νεοελλ. οι όρχεις νεοελλ. εν. το… … Dictionary of Greek
μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek