Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διδυμωτός

См. также в других словарях:

  • διδυμωτός — διδυμωτός, ή, όν (AM) διπλός, διχαλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (κατάλ.) ωτός*] …   Dictionary of Greek

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»