-
1 διδασκαλείω
-
2 διδασκαλείῳ
-
3 προσεδρεύω
A sit near, wait or watch beside, ; π. τινί to be always at his side, keep watch on him, D.34.26; τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς, Id.1.18, Plb.38.13.9; [τοῖς ἐφήβοις] προσκαρτερῶν ἐπιμελῶς καὶ -εύων, of a κοσμητής, IG22.1028.84; π. τῷ θεῷ wait upon God, J.AJ3.4.1; attend to,τοῖς τῆς Ἀσίας πράγμασιν AJA18.327
(Sardis, i B.C.), cf. CIG2715.18 ([place name] Stratonicea);τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῦ J.Ap.1.7
;τοῖς ὑπομνήμασι Plb.12.26d
.5, cf. Phld.Rh.2.61 S., al.: abs., Arist.HA 568b15, Plb.11.4.2; watch the rise of the Nile, Sammelb. 6597 (iii A.D.), al.; persist in,ταῖς φιλοπονίαις Arist.Pol. 1338b25
;τῷ πόθῳ Alex.234
; apply oneself, ; πρὸς ἴδιον to one's own affairs, ib. 1263a29;εἰς τὰ μαθήματα PSI1.94.8
(ii A.D.).3 wait, (ii A.D.); esp. attend at a law-court,παρεῖναι καὶ π. τῷ βήματι PAmh.2.81.9
(iii A.D.); attend regularly, serve, as clerk of the court, ib.82.3 (iii/iv A.D.), POxy.59.10 (iii A.D.).4 to be in seruice, serve, πρὸς τῷ διδασκαλείῳ (as a menial), D.18.258; of an apprentice,π. τῷ διδασκάλῳ POxy.725.10
(ii A.D.); of a servant, παραμένειν.. καὶ π. PStrassb.40.31 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεδρεύω
См. также в других словарях:
διδασκαλείῳ — διδασκαλεί̱ῳ , διδασκαλεῖον teaching place neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek