Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διδασκαλείῳ

См. также в других словарях:

  • διδασκαλείῳ — διδασκαλεί̱ῳ , διδασκαλεῖον teaching place neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»