-
1 διδασκαλία
διδασκαλίᾱ, διδασκαλίαteaching: fem nom /voc /acc dualδιδασκαλίᾱ, διδασκαλίαteaching: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————διδασκαλίαι, διδασκαλίαteaching: fem nom /voc plδιδασκαλίᾱͅ, διδασκαλίαteaching: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 διδασκαλία
1 instruction “ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν.” Jason speaks P. 4.102 -
3 διδασκαλία
διδασκαλία, ας, ἡ (s. διδάσκω; Pind.+).① the act of teaching, teaching, instruction (X., Oec. 19, 15 ἆρα ἡ ἐρώτησις δ. ἐστίν; Epict. 2, 14, 1; SIG 672, 4 [II B.C.] ὑπὲρ τᾶς τῶν παίδων διδασκαλίας al.; POxy 1101, 4; Sir 39:8; Philo; Jos., Ant. 3, 5; 13, 311; Just., A II, 10, 1; Ath. 33, 2) Ro 12:7. Of Timothy in role as superintendent or overseer 1 Ti 4:13, 16; εἰς δ. ἐγράφη was written for instruction Ro 15:4; ὠφέλιμος πρὸς δ. useful for instr. 2 Ti 3:16 (perh. a rabbinic-type expr., לִלְמַד, cp. Sanh. 73a, underlies the usage of δ. with a prep. in these two passages). πρὸς τ. χρείας as the needs required Papias (2:15).② that which is taught, teaching, instruction (cp. X., Cyr. 8, 7, 24 παρὰ τῶν προγεγενημένων μανθάνετε. αὕτη γὰρ ἀρίστη δ.; Sir 24:33; Pr 2:17; ancient Christian prayer [CSchmidt: Heinrici Festschr. 1914 p. 71, 26] δ. τῶν εὐαγγελίων; Just., D. 35, 2 καθαρᾶς δ. al.) w. ἐντάλματα ἀνθρώπων (after Is 29:13) Mt 15:9; Mk 7:7; Col 2:22; δ. δαιμονίων 1 Ti 4:1 (cp. αἱ δ. τῆς πλάνης Theoph. Ant. 2, 14 [p. 136, 21]); κακὴ δ. IEph 16:2; δυσωδία τῆς δ. 17:1.—Eph 4:14. Freq. of the teachings of eccl. Christianity (αἱ δ. τῆς ἀληθείας Theoph. Ant. 2, 14 [p. 136, 14]): δ. τοῦ σωτῆρος ἡμῶν θεοῦ Tit 2:10 (on the gen. cp. En 10:8 ἡ δ. Ἀζαήλ); δ. ὑγιαίνουσα 1 Ti 1:10; 2 Ti 4:3; Tit 1:9; 2:1; καλὴ δ. 1 Ti 4:6; ἡ κατʼ εὐσέβειαν δ. godly teaching 6:3. Of dissident teaching: ἀπὸ τῆς δ. αὐτῶν ἀποφεύγετε AcPlCor 2:21.W. no modifiers w. λόγος 5:17; 6:1; 2 Ti 3:10; Tit 2:7. παραβολὰς και διδασκαλίας Papias (2:11).—M-M. TW. Sv. -
4 διδασκαλίᾳ
Βλ. λ. διδασκαλία -
5 διδασκάλια
διδασκάλιονthing taught: neut nom /voc /acc pl -
6 διδασκαλία
-ας + ἡ N 1 0-0-1-1-2=4 Is 29,13; Prv 2,17; Sir 24,33; 39,8teaching, instruction→NIDNTT; TWNT -
7 διδασκαλία
δῐδασκᾰλ-ία, ἡ,A teaching, instruction, Pi.P.4.102, Even.1, Hp. Lex2, X.Cyr.8.7.24, Pl.R. 493b, etc.; δ. ποιεῖσθαι, c. acc. et inf., Th.2.42; δ. παρέχειν serve as a lesson, ib.87; ἐκ δ., opp. ἐξ ἔθους, Arist.EN 1103a15.3 official instructions, PLips.64.24 (iv A. D.); πρὸς διδασκαλίαν for information, POxy. 1101.4 (iv A. D.).II training, rehearsing of a chorus, etc.,δ. τῶν χορῶν Pl.Grg. 501e
, cf. Simon.147.5, Plu.2.1096a, etc.; also, the dramas produced, Id.2.839d, Cim.8, Per.5, AP7.37 (Diosc.).2 διδασκαλίαι, αἱ, Catalogues of the Dramas, their writers, dates, and success, title of compilation by Arist. and others, D.L.5.26, cf. Sch.Ar.Ra. 1155, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδασκαλία
-
8 διδασκαλία
tuitionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διδασκαλία
-
9 διδασκαλίας
διδασκαλίᾱς, διδασκαλίαteaching: fem acc plδιδασκαλίᾱς, διδασκαλίαteaching: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 διδασκαλίαι
διδασκαλίαteaching: fem nom /voc plδιδασκαλίᾱͅ, διδασκαλίαteaching: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 διδασκαλίαν
διδασκαλίᾱν, διδασκαλίαteaching: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 διδασκαλίη
διδασκαλίαteaching: fem nom /voc sg (epic ionic)——————διδασκαλίαteaching: fem dat sg (epic ionic) -
13 διδασκαλίαις
διδασκαλίαteaching: fem dat pl -
14 διδασκαλίην
διδασκαλίαteaching: fem acc sg (epic ionic) -
15 διδασκαλίης
διδασκαλίαteaching: fem gen sg (epic ionic) -
16 διδασκαλιών
-
17 διδασκαλιῶν
-
18 διδαγμοσύνη
δῐδαγμοσύνη, ἡ,A = διδασκαλία, Doroth. ap. Heph.Astr.2.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδαγμοσύνη
-
19 διδαχή
δῐδᾰχή, ἡ,A teaching, Democr.33, Th.1.120, Pl.R. 536d;ἐκ διδαχῆς λέγειν Hdt.3.134
;δ. ποιεῖσθαι Th.4.126
.—Poet. only late, Ps.-Phoc. 89.2 military regulations or discipline,τοὐναντίον αὐτῶν τῆς στρατιωτικῆς δ. πεποιηκότων BGU140.16
(ii A. D.).II = διδασκαλία 11.2, IG14.2124. -
20 εὔσημος
A of good signs or omens,φάσμα ναυβάταις E.IA 252
(lyr.), cf. Plu. Caes.43;ἱερά Philostr. VA8.7.12
; [ πῦρ] ib.1.31.II easily known by signs, conspicuous, εὔσημον γὰρ οὔ μελανθάνει [τὸ πλοῖον] A.Supp. 714;καπνῷ δ' ἁλοῦσα.. εὔ. πόλις Id.Ag. 818
;σημεῖα Hp.Mochl.16
; /5.225 (Rhodes, ii B.C.);ἴχνη Thphr.CP6.19.5
([comp] Comp.); οὐκ εὔσημον, ὅθεν.. not easy to distinguish, ib.3.8.2; legible, clear, (Cos, iii/ii B.C.);εὔ. γράμματα OGI665.12
(Egypt, i A.D.);εὔ. προσαγόρευσις Men.381
; of sound, distinct, βοαι S.Ant. 1021;ἦχοι Phld.Po.2.16
([comp] Sup.); wellmarked,βραχίων Philostr.Gym.35
;οὐλὴ εὔσημος PPetr.1p.54
(iii B.C.).2 clear, intelligible,λόγον εὔ. δοῦναι 1 Ep.Cor.14.9
;διδασκαλία Erot.Prooem.
, Heliod. ap. Orib.48.20.7.4 εὔσημα, τά, = Lat. insignia, f.l. for σύσσημα, D.S.36.2.5 of garments, with fine edging, BGU1564.11 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔσημος
См. также в других словарях:
διδασκαλία — διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc/acc dual διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… … Dictionary of Greek
διδασκαλίᾳ — διδασκαλίαι , διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλία — η 1. η μετάδοση γνώσεων από δάσκαλο σε μαθητή, η διδαχή: Η διδασκαλία των αρετών της ζωής είναι δύσκολο έργο. 2. το σύνολο των διδαγμάτων ενός φιλοσοφικού συστήματος ή μιας θρησκείας: Η διδασκαλία του Σωκράτη είναι η γνωστότερη της αρχαιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδασκάλια — διδασκάλιον thing taught neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδελφική Διδασκαλία — Φυλλάδιο του Αδ. Κοραή, που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο Παρίσι (1798). Ο πλήρης τίτλος του είναι Αδελφική Διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς, εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνυμίας εν ονόματι του… … Dictionary of Greek
Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι … Dictionary of Greek
διδασκαλίας — διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem acc pl διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλίαι — διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβισμός — Διδασκαλία του Βαβ (βλ. λ.) και των διαδόχων του. Περιέχεται σε δύο βιβλία, το Μπαγιάν (Έκθεση) και το Κιτάπ ι Ακντάς (Υπεράγιο βιβλίο). Πρόκειται για μεταρρυθμιστική διδασκαλία του ισλαμισμού, που διατυπώθηκε με διάθεση κριτικής κατά του… … Dictionary of Greek
διδασκαλίαν — διδασκαλίᾱν , διδασκαλία teaching fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)