-
1 διαφυομαι
(aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)1) расти в разные стороны, разрастатьсяδιαφύντος ἑνὸς πλέον΄ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. — когда одно разрастается, возникает многое
2) расти в промежутке, врастать(ὑμέν διαπεφυκώς Arst.)
3) перен. врастать, укоренятьсяδιαπεφυκέναι τινός Plut. — укрепиться в чем-л.
4) протекать в промежутке
См. также в других словарях:
συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν … Dictionary of Greek
ομόφυτος — ὁμόφυτος, ον (Α) αυτός που εμφανίστηκε μαζί, που γεννήθηκε συνάμα, σύμφυτος («διὰ τὸ συγγενεστάτην αὐτὴν καὶ ὁμόφυτον εἶναι τῇ τοῡ ἀνθρωπου κατασκευῇ», Θεολ. Αριθμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. νεό φυτος] … Dictionary of Greek