-
1 διαφυομαι
(aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)1) расти в разные стороны, разрастатьсяδιαφύντος ἑνὸς πλέον΄ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. — когда одно разрастается, возникает многое
2) расти в промежутке, врастать(ὑμέν διαπεφυκώς Arst.)
3) перен. врастать, укоренятьсяδιαπεφυκέναι τινός Plut. — укрепиться в чем-л.
4) протекать в промежутке
См. также в других словарях:
διαφύομαι — (αποθ.) (ΑΝ) φυτρώνω ανάμεσα αρχ. 1. αναβλαστάνω 2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.) 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος) 5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν … Dictionary of Greek
διαφῦσαι — διαφύομαι germinate aor part act fem nom/voc pl διαφύομαι germinate aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφύηται — διαφύομαι germinate aor subj mid 3rd sg διαφύ̱ηται , διαφύομαι germinate pres subj mp 3rd sg διαφύσσω draw continually pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυεῖς — διαφύομαι germinate aor subj pass 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυῇ — διαφύομαι germinate aor subj pass 3rd sg διαφυή natural break fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφῦναι — διαφύομαι germinate aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφύντος — διαφύομαι germinate aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφύσει — διάφυσις germination fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαφύσεϊ , διάφυσις germination fem dat sg (epic) διάφυσις germination fem dat sg (attic ionic) διαφύ̱σει , διαφύομαι germinate aor subj act 3rd sg (epic) διαφύ̱σει , διαφύομαι germinate fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεφυκυίαις — διαπεφῡκυί̱αις , διαφύομαι germinate perf part act fem dat pl διαπεφῡκυί̱ᾱͅς , διαφύομαι germinate perf part act fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεφυκυίας — διαπεφῡκυί̱ᾱς , διαφύομαι germinate perf part act fem acc pl διαπεφῡκυί̱ᾱς , διαφύομαι germinate perf part act fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεφυκότα — διαπεφῡκότα , διαφύομαι germinate perf part act neut nom/voc/acc pl διαπεφῡκότα , διαφύομαι germinate perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)