Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λύτειρα

См. также в других словарях:

  • λύτειρα — λύτειρα, ἡ (Α) βλ. λυτήρ …   Dictionary of Greek

  • λυτήρ — λυτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λύτειρα (Α) 1. λυτρωτής («τῶνδε πόνων ἐμοι τὰ μελέα λυτήρ», Ευρ.) 2. διαιτητής, κριτής («πικρὸς λυτὴρ νεικέων», Αισχύλ.) 3. καταστροφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύ τού λύω + επίθημα τήρ (πρβλ. κλη τήρ, τιμη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • λυτηριάς — λυτηριάς, άδος, ἡ (Α) [λυτήριος] λύτειρα* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»