-
1 δια-στατικός
δια-στατικός, ή, όν, 1) trennend, Tim. Locr. 100 e. – 2) aufrührerisch, Uneinigkeit hervorrufend, λόγοι Plut. Pomp. 53. – 3) ἐν τῇ λαλιᾷ δ. ἦν τῶν όνομάτων, er sprach die Namen deutlich unterscheidend aus, D. L. 4, 33. – Adv., getrennt, B. A. 560.
-
2 δια-συ-στατικός
δια-συ-στατικός, ή, όν, empfehlend, Clem. Al.
-
3 διαστατικός
δια-στατικός, ή, όν, (1) trennend. (2) aufrührerisch, Uneinigkeit hervorrufend. (3) ἐν τῇ λαλιᾷ δ. ἦν τῶν όνομάτων, er sprach die Namen deutlich unterscheidend aus. Adv., getrennt -
4 διασυστατικός
δια-συ-στατικός, ή, όν, empfehlend
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek