-
1 διαστατικος
31) разъединяющий, разделяющий2) вызывающий разлад, сеющий смуту(λόγοι Plut.)
3) раздельно произносящий, отчеканивающий(τῶν ὀνομάτων Diog.L.)
-
2 εκστατικος
31) смещающий(κίνησις Plat.; μεταβολέ πᾶσα ἐκστατικόν ἐστιν Arst.)
2) приводящий в восторженное состояние(ἡδοναί Plut.)
3) потерявший самообладание, обезумевший(διὰ πάθος и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὴ παραφρονοῦν Plut.)
4) легко возбуждающийся(ζῷα Arst.)
-
3 ενστατικος
31) оказывающий сопротивление(ζῷα πρᾶα καὴ οὐκ ἐνστατικά Arst.)
2) встречный, препятствующий(πνεύματα Plut.)
3) выдвигающий частые возражения, придирчивый(ὅ διαλεκτικός Arst.)
ἐ. διὰ τῶν ἐνστάσεων Arst. — неистощимый в возражениях
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek