Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δια-σμῑλεύω

См. также в других словарях:

  • σμιλεύω — ΜΝΑ κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο σμιλεύω, δια σμιλεύω)] …   Dictionary of Greek

  • τορνεύω — ΝΜΑ [τόρνος] 1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω 2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»