-
1 δια-πορθμεύω
δια-πορθμεύω, überfahren, übersetzen, στρατιήν Her. 4, 141. 8, 130; auch ποταμούς, 5, 52; eine Botschaft überbringen, 9, 4; ähnl. τοῖς ϑεοῖς τὰ παρ' ἀνϑρώπων Plat. Conv. 202 e; Iambl. auch intraus., überfahren. – Bei Sp. auch = übersetzen, dollmetschen.
-
2 διαπορθμεύω
δια-πορθμεύω, überfahren, übersetzen; eine Botschaft überbringen; auch intrans., überfahren; auch = übersetzen, dolmetschen
См. также в других словарях:
πορθμεύω — ΝΑ [πορθμός] μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.) αρχ. 1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.) 2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση… … Dictionary of Greek
μεταπορθμεύω — (Α) μεταφέρω κάτι διά θαλάσσης από έναν τόπο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πορθμεύω «μεταφέρω διά θαλάσσης»] … Dictionary of Greek
πορθμεία — ἡ Α [πορθμεύω] 1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά 2. το επάγγελμα τού πορθμέα … Dictionary of Greek