-
1 δια-πιέζω
δια-πιέζω, zusammendrücken, Luc. Lexiph. 11.
-
2 πιέζω
Aπίεζον Od.12.174
, etc.: [tense] fut.πιέσω Diph.18.3
; [dialect] Ep.πιέσσω Nonn.D.4.146
: [tense] aor.ἐπίεσα Hp.Fract.6
, Hdt.9.63, Th.2.52, etc. (but subj.πιέξῃς Hp.Fract.5
, inf.πιέξαι IG42(1).123.116
(Epid., iv B.C.), part. πιέξας (v.l. πιάξας) Nic.Al. 224): [tense] pf.πεπίεκα Demetr.Lac. Herc.1012.44
:—[voice] Pass., [tense] fut.πιεσθήσομαι Gal.11.317
( δια-), Heliod ap. Orib.10.18.15: [tense] aor.ἐπιέσθην Od.8.336
, Sol.13.37, Hdt.4.11, etc.;ἐπιέχθην Hp.Fract.5
, etc.: [tense] pf. , Procl.Hyp.5.49, cj. in Alciphr.3.55. etc.;πεπίεγμαι Hp.Fract.5
.—From [full] πῐεζέω we have πιεζέουσι v.l. in Id.Fract.31 : [tense] impf. πιέζευν v.l. in Od.12.174, 196; part.πιεζεῦντα Hp.Off.25
, Fract.9,πιεζεῦσαν Herod.8.47
:—[voice] Pass., part.πιεζεύμενος Hdt.3.146
, 6.108, 8.142 (always with v.l. - όμενος), Hp.Nat.Puer.21,πιεζούμενος Plb.3.74.2
; imper.πιεζείσθω IG4.364.7
(Corinth, iv A.D.): [tense] impf.ἐπιεζοῦντο Plb.11.33.3
; so in later Gr., as Plu. Thes.6, Alc.2, etc.; [dialect] Dor., [dialect] Aeol., and later Gr. [full] πῐάζω Alcm.44, Alc.148: [tense] aor. 1 , Ev.Jo.8.20;ἐπίαξα Theoc.4.35
, ( ἀμφ- ) Ep..6: [voice] Pass., [tense] fut.πιασθήσομαι LXX Si.23.21
: [tense] aor.ἐπιάσθην Apoc.19.20
: [tense] pf. (i B. C.), Dsc.1.15, Hippiatr.34:—press tight, squeeze,χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα Il.16.510
, cf. Hes.Op. 497; ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Od.4.419; , cf. 164; π. τὰ χείλεα compress them, Hp.VM22; ῥύγχος εἰς ὄξος π. Axionic.8.5 ; π. τοὺς ὑπευθύνους squeezing them (like figs), to try if they are ripe, Ar.Eq. 259 ;σφόδρα π. αὐτοῦ τὸν πόδα Pl. Phd. 117e
;π. [τὴν δεξιὰν] ἐμπαθῶς Plb.31.24.9
: abs., X.Mem.3.10.13, Arist.Rh. 1361b17 :—[voice] Pass., to be pressed tight,ἐν δεσμοῖς Od.8.336
, cf. Hp.Fract.25, al.; of wrestlers, Plu.Alc.2; πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς are compressible, Arist.Mete. 386b1.II press or weigh down, of a heavy weight,Σικελία αὐτοῦ π. στέρνα Pi.P.1.19
, cf. Ar. Pax 1032 :—and in [voice] Pass.,ὁ δ' ὦμος.. πιέζεται Id.Ra.30
, cf. X.Cyr.7.5.11 : metaph., oppress, distress,π. τινὰ ἡ δαπάνη Hdt.5.35
; ; καὶ πρὸς π. χρημάτων ἀχηνία (Abresch for προσπιέζει) ib. 301 ; συμφορὰ δ'ἑτέρους ἑτέρα π. E.Alc. 894 (lyr.);αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ar. Nu. 1120
; π. ἡ ἀνάγκη ib. 437, cf. Th.2.52 :—freq. in [voice] Pass.,ὑπὸ νούσοισι Sol.13.37
;ὑπὸ λιμοῦ Th.1.126
;πολέμῳ Hdt.4.11
, 6.34 ;τῇ νούσῳ Pherecyd.
ap. D.L.1.122, cf. Th.7.47 ;ταῖς εἰσφοραῖς Lys.28.3
;ταῖς συμφοραῖς X.Cyr.7.2.20
;σπάνει σίτου Id.HG5.4.56
, etc.: abs., Hdt.7.121, etc.; of a river, to be exhausted from the heat of the sun, Id.2.25.2 press hard, of a victorious army,τοὺς ἐναντίους Id.9.63
:—[voice] Pass., τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ib.60;εἴ πῃ πιέζοιντο Th.1.49
, cf. X.HG2.4.34 ; ὑπό τινων ib.7.1.43.3 bear hardly upon, τινα Pl.Cra. 409a;τῷ λόγῳ Plu.Alc.6
;ὑπὸ τῶν ἐλέγχων πιέζεσθαι Phld.D.3.8
; of a point in the argument, hold fast to, Pl.Lg. 965d; press it, Plb.3.21.3, Demetr.Lac. l.c., etc.; lay stress on, Plu.2.31e: c. dat., insist upon,τοῖσι περιπάτοισι Hp.Insomn.88
.b determine precisely,ἀποστήματα Procl.Hyp.5.19
, cf. 49 ([voice] Pass.);π. δεῖ πῶς ἓν ἐκεῖνο καὶ ἕτερον Porph.Sent.36
.III later, lay hold of, ταῦρον.. πιάξας τᾶς ὁπλᾶς by the hoof, Theoc.4.35;αὐτὸν τῆς χειρός Act.Ap.3.7
, cf. Ev.Jo.7.30, etc. -
3 διαπιεσθήσεται
διά-πιέζωEp..fut ind pass 3rd sg -
4 διαπιέζω
-
5 διεπίεσα
διεπΐεσα, διά-ἐφέζομαιsit upon: aor ind act 1st sg (epic)διεπΐεσα, διά-ἐπιέννυμιput on besides: aor ind act 1st sg (epic)διά-πιέζωEp..aor ind act 1st sg -
6 διαπιεζω
См. также в других словарях:
διαπιεσθήσεται — διά πιέζω Ep.. fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπίεσα — διεπΐεσα , διά ἐφέζομαι sit upon aor ind act 1st sg (epic) διεπΐεσα , διά ἐπιέννυμι put on besides aor ind act 1st sg (epic) διά πιέζω Ep.. aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek