-
1 δια-μαγεύω
δια-μαγεύω, verzaubern, σῶμα κάλλει Luc. Am. 41.
-
2 μαγεύω
III trans., bewitch, e.g. by philtres, Ach.Tat.5.22:—[voice] Pass., Clearch.25, Luc.Asin. 54;πέπλον μεμαγευμένον φαρμάκοις Apollod.1.9.28
. -
3 διαμαγεύω
-
4 διαμαγευω
околдовывать, зачаровыватьδ. τὸ σῶμα ἐξαπατῶντι κάλλει ирон. Luc. — наводить на себя обманчивую красу
См. также в других словарях:
μαγεύω — (AM μαγεύω) [μάγος] 1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek