-
1 διαμαγευω
околдовывать, зачаровыватьδ. τὸ σῶμα ἐξαπατῶντι κάλλει ирон. Luc. — наводить на себя обманчивую красу
-
2 διαμαγεύω
A charm with magic arts, Luc.Am.41 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμαγεύω
-
3 διαμαγεύω
-
4 διαμαγευθή
-
5 διαμαγευθῇ
См. также в других словарях:
διαμαγευθῇ — διαμαγεύω charm with magic arts aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)