-
1 διαμεθιημι
(только part. aor. διαμεθείς)1) оставлять, бросать(τόνδε μόχθον Eur.)
2) выпускать из рук, ронять(ξίφος Eur.)
3) предоставлять(πατρῴαν τιμωρίαν τινί Eur.)
1 διαμεθιημι
(τόνδε μόχθον Eur.)
(ξίφος Eur.)
(πατρῴαν τιμωρίαν τινί Eur.)