-
1 διαμεθιημι
(только part. aor. διαμεθείς)1) оставлять, бросать(τόνδε μόχθον Eur.)
2) выпускать из рук, ронять(ξίφος Eur.)
3) предоставлять(πατρῴαν τιμωρίαν τινί Eur.)
-
2 διαμεθίημι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμεθίημι
-
3 διαμεθίημι
δια-μεθ-ίημι (s. ἵημι), fahren lassen, loslassen -
4 διαμεθείς
διαμεθίημιleave off: aor part act masc nom /voc sg -
5 διαμεθιέντος
διαμεθίημιleave off: pres part act masc /neut gen sg -
6 διαμεθέντος
διαμεθίημιleave off: aor part act masc /neut gen sg -
7 διαμεθήις
διαμεθῇς, διαμεθίημιleave off: aor subj act 2nd sgδιαμεθῇς, διαμεθίημιleave off: aor subj act 2nd sg -
8 διαμεθῆις
διαμεθῇς, διαμεθίημιleave off: aor subj act 2nd sgδιαμεθῇς, διαμεθίημιleave off: aor subj act 2nd sg
См. также в других словарях:
διαμεθείς — διαμεθίημι leave off aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεθιέντος — διαμεθίημι leave off pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεθέντος — διαμεθίημι leave off aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεθῆις — διαμεθῇς , διαμεθίημι leave off aor subj act 2nd sg διαμεθῇς , διαμεθίημι leave off aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek