-
1 δια-δικάζω
δια-δικάζω, einen Proceß als Richter entscheiden; absol., Andoc. 1, 28; Plat. Rep. X, 614 c; τὰς κρίσεις Legg. IX, 876 b; Xen. Ath. 3, 4; vgl. Plat. Legg. VI, 764 b, μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe. – Med., sich einen Proceß entscheiden lassen, d. h. ihn führen, περί τινος, Plat. Legg. XI, 926 d; Conv. 175 e; Din. 2, 1, τινί; öfter Dem.; sich richten lassen, Plat. Phaedr. 113 d; Xen. Hell. 5, 3, 10; – D. L. 1, 74 braucht διαδικασϑῆναι = διαδικάσασϑαι.
-
2 ἐκ-δικάζω
ἐκ-δικάζω, 1) rächen; Eur. Suppl. 154; φόνον 1218. – 2) einen Rechtshandel zu Ende führen, ihn entscheiden, vom Richter gesagt, Lys. 17, 3, wie Xen. Ath. 3, 2; vgl. Ar. Equ. 50; komisch Eccl. 984; pass., δίκαι ἐκδικασϑεῖσαι Plat. Legg. XII, 958 a. – Das med. bei Harpocr. erkl.: ἀνάδικον ἐκπρᾶξαι διὰ τὸ δικάσασϑαι.
-
3 διαδικάζω
δια-δικάζω, einen Prozess als Richter entscheiden; μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe; sich einen Prozess entscheiden lassen, d. h. ihn führen; sich richten lassen -
4 διαδικαζω
1) разбирать, судить, решать(κρίσεις Plat.; ἀμφισβητήσεις Arst.)
δ. τινός Xen. — судить за что-л.2) присуждатьμέχρι ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος κύριοι διαδικάζοντες Plat. — уполномоченные присуждать к штрафу до ста драхм;
οἱ διαδικασάμενοι Plat. — осужденные3) med. судиться(περὴ τῶν ἀμφισβητουμένων Plat.; ὑπὲρ σύλων Arst.)
ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαί τι Dem. — обсудить что-л. в кругу друзей;διαδικασθῆναι (pass. = med.) πρός τινα περὴ τοῦ χωρίου Diog.L. — оспаривать у кого-л. землю -
5 διαδικάζω
A give judgement, And.1.28, Pl.R. 614c, Lg. 916b ([voice] Pass.); χορηγοῖς, ἀρχὰς δ., X.Ath.3.4;διεδίκαξαν δίκας IG7.21
([place name] Megara);τὰς ἀμφισβητήσεις τισί Arist.Ath.57.2
: c. gen.,δ. ἀστρατείας X.Ath.3.5
(prob. l.).2 hold inquiry, esp. at Athens, of naval matters,δ. εἴ τις τὴν ναῦν μὴ ἐπισκευάζει X.Ath.3.4
;ἀριθμὸς τριήρων καὶ σκευῶν τῶν -δεδικασμένων IG2.795f60
.3 [voice] Med., go to law, dispute, ; , etc.; διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ to settle by friendly arbitration, D.30.2; Διαδικαζόμενοι, title of play by Dioxippus, Suid., cf. IG2.975 iii 21, BGU 19i4(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδικάζω
См. также в других словарях:
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek