-
1 διαδικαζω
1) разбирать, судить, решать(κρίσεις Plat.; ἀμφισβητήσεις Arst.)
δ. τινός Xen. — судить за что-л.2) присуждатьμέχρι ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος κύριοι διαδικάζοντες Plat. — уполномоченные присуждать к штрафу до ста драхм;
οἱ διαδικασάμενοι Plat. — осужденные3) med. судиться(περὴ τῶν ἀμφισβητουμένων Plat.; ὑπὲρ σύλων Arst.)
ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαί τι Dem. — обсудить что-л. в кругу друзей;διαδικασθῆναι (pass. = med.) πρός τινα περὴ τοῦ χωρίου Diog.L. — оспаривать у кого-л. землю
См. также в других словарях:
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek