-
1 διαδρομη
ἥ тж. pl.1) бегание взад и вперед, беготня, суматоха(ἁρπαγαὴ διαδρομᾶν ὁμαίμονες Aesch., θόρυβος καὴ δ. Polyb.: κραυγαὴ καὴ διαδρομαί Plut.)
2) распространение3) движение, течение(διαδρομαὴ τῶν ἀστέρων Arst.)
4) свободный проход, дорожка(ἱκανέ δ. τινι Xen.)
5) бассейнδιαδρομαὴ ἰχθυοτρόφοι Plut. — рыбные садки
См. также в других словарях:
μεταδρομή — μεταδρομή, ἡ (Α) 1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.) 2. αλλαγή πορείας 3. τρέξιμο πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρομή (πρβλ. ἔ δραμ ον, αόρ. β τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, επι δρομή] … Dictionary of Greek
πολυδρομή — ἡ, Α μεγάλη διαδρομή, πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, εκ δρομή] … Dictionary of Greek
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek