-
1 διαδρομη
ἥ тж. pl.1) бегание взад и вперед, беготня, суматоха(ἁρπαγαὴ διαδρομᾶν ὁμαίμονες Aesch., θόρυβος καὴ δ. Polyb.: κραυγαὴ καὴ διαδρομαί Plut.)
2) распространение3) движение, течение(διαδρομαὴ τῶν ἀστέρων Arst.)
4) свободный проход, дорожка(ἱκανέ δ. τινι Xen.)
5) бассейнδιαδρομαὴ ἰχθυοτρόφοι Plut. — рыбные садки
-
2 διαδρομή
-
3 διαδρομή
[ диадроми] ουσ θ расстояние, протяжение пути. -
4 διαδρομος
III21) бегающий взад и вперед, т.е. беспорядочный(φυγαί Aesch.)
2) шатающийся во все стороны, неустойчивый(λάϊνα κίοσιν ἔμβολα Eur.)
3) непостоянный, непрочный(λέχος Eur.)
См. также в других словарях:
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek