Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὑπερ-βολή

  • 1 υπερβολη

        ἥ
        1) переход, прохождение
        

    (τῶν ὀρῶν Xen., Polyb.)

        2) тж. pl. место перехода, проход, перевал Polyb.
        

    ὑ. τοῦ ὄρους ἐν τοῖς στενοῖς Xen. — узкий горный проход, теснина

        3) астр. восхождение, высота над горизонтом (sc. τῶν πλανήτων Arst.)
        4) превосходство, преобладание
        

    (στρατιᾶς Thuc.; τῆς δυνάμεώς τινος NT.)

        χερῶν ὑπερβολαί Eur. — превосходство (в силе) рук;
        οὑδεμίαν ὑπερβολέν λιπεῖν τινι Isocr.не дать никому возможности превзойти себя

        5) чрезмерность, излишек, избыток
        

    (ὑ. τε καὴ ἔνδεια Plat.)

        καθ΄ ὑπερβολέν καὴ ἔλλειψιν Arst. — выше и ниже нормального;
        χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαί τι Eur.покупать что-л. слишком дорогой ценой;
        ὑπερβολέν ποιεῖν τῆς τιμῆς Arst. — взвинчивать цену;
        ὑ. πλησμονῆς Plat. — пресыщение;
        διὰ τέν ὑπερβολέν τοῦ συμβάντος Polyb. — ввиду неописуемости происшедшего;
        καθ΄ ὑπερβολέν εἰς ὑπερβολήν NT.превыше всякой меры

        6) восполнение, добавление
        

    ὑπερβολέν ποιησάμενος τῆς προτέρας πονηρίας Lys. — вдобавок к своей прежней низости;

        ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολέν ποιοῦμαι, ὥστε ἀδικεῖν ὁμολογῶ Dem. — я готов даже согласиться, что являюсь нарушителем справедливости

        7) высшая степень, верх
        

    (εὐδαιμονίας Isocr.)

        αἱ ὑπερβολαὴ τῶν δωρεῶν Dem. — необычайно богатые дары;
        ἥ ὑ. τῆς φιλίας Arst. — совершенная дружба;
        ταῦτ΄ οὐχ ὑ. αἰσχροκερδίας ; Dem. — разве это не верх алчности?;
        εἰς и καθ΄ ὑπερβολήν Eur., Isocr., Dem., ἐξ ὑπερβολῆς Polyb. — крайне, чрезвычайно;
        οἱ καθ΄ ὑπερβολέν ἐν ἐνδείᾳ Arst. — крайне нуждающиеся;
        καθ΄ ὑπερβολέν τοξεύσας Soph. — необыкновенно точно попав в цель;
        τὸ καθ΄ ὑπερβολήν Arst.высшая (превосходная) степень

        8) отсрочка, задержка, промедление
        

    (τοῦ κακοῦ Her.)

        9) преувеличение, гипербола Arst.
        

    ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isocr. — сгустить краски, переборщить

        10) мат. гипербола ( коническое сечение)

    Древнегреческо-русский словарь > υπερβολη

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»