-
1 διαχαράξη
διαχαράξηι, διαχάραξιςcleaving: fem dat sg (epic)διαχαράσσωsever: aor subj mid 2nd sgδιαχαράσσωsever: aor subj act 3rd sgδιαχαράσσωsever: fut ind mid 2nd sg -
2 διαχαράξῃ
διαχαράξηι, διαχάραξιςcleaving: fem dat sg (epic)διαχαράσσωsever: aor subj mid 2nd sgδιαχαράσσωsever: aor subj act 3rd sgδιαχαράσσωsever: fut ind mid 2nd sg -
3 διαχάραξη
[-ις (-εως)] η1) прочерчивание; 2) перен. определение, установление (границ и т. п.);διαχάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων — установление греко-албанской границы
См. также в других словарях:
διαχάραξη — η (Α διαχάραξις) διάσχιση, διάνοιξη αυλακιών με αιχμηρό όργανο νεοελλ. οροθέτηση, καθορισμός τών ορίων ενός τόπου … Dictionary of Greek
διαχαράξῃ — διαχαράξηι , διαχάραξις cleaving fem dat sg (epic) διαχαράσσω sever aor subj mid 2nd sg διαχαράσσω sever aor subj act 3rd sg διαχαράσσω sever fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)