Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διαχαράξῃ

  • 1 διαχαράξη

    διαχαράξηι, διαχάραξις
    cleaving: fem dat sg (epic)
    διαχαράσσω
    sever: aor subj mid 2nd sg
    διαχαράσσω
    sever: aor subj act 3rd sg
    διαχαράσσω
    sever: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > διαχαράξη

  • 2 διαχαράξῃ

    διαχαράξηι, διαχάραξις
    cleaving: fem dat sg (epic)
    διαχαράσσω
    sever: aor subj mid 2nd sg
    διαχαράσσω
    sever: aor subj act 3rd sg
    διαχαράσσω
    sever: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > διαχαράξῃ

См. также в других словарях:

  • διαχάραξη — η (Α διαχάραξις) διάσχιση, διάνοιξη αυλακιών με αιχμηρό όργανο νεοελλ. οροθέτηση, καθορισμός τών ορίων ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • διαχαράξῃ — διαχαράξηι , διαχάραξις cleaving fem dat sg (epic) διαχαράσσω sever aor subj mid 2nd sg διαχαράσσω sever aor subj act 3rd sg διαχαράσσω sever fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»