-
1 διαφανης
21) просвечивающий насквозь, прозрачный(ὕαλος, χιτώνια Arph.; ὑδάτια Plat.)
2) блестящий, яркий(λίθος Luc. - ср. 3)
3) раскаленный(λίθος ἐκ πυρὸς δ. Her. - ср. 2)
4) явственный, ясный, очевидный(ὁμοίωσις Plat.; ἔκδηλος καὴ δ. Plut.; τάδ΄ ἤδη διαφανῆ Soph.)
5) славный, знаменитый(εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους и ἐν τοῖς ἄλλοις Plut.)
-
2 διαφανής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαφανής
-
3 διαφανής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαφανής
-
4 διαφανής
ης, ες, διάφανος, η, ο1) прозрачный; 2) ясный, чёткий -
5 διαφανής
1. прозрачный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαφανής
-
6 διαφανής
[диафанис] επ прозрачный. -
7 λιθος
1) камень(ξεστός Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει πῦρ Arst.)
ἐν παντὴ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. — за каждым камнем таится скорпион;εἰς πέτρας τε καὴ λίθους σπείρειν погов. Plat. — сеять на скалах и камнях;λίθον ἕψειν погов. Arph. — варить камень;λ. προσκόμματος - см. πρόσκομμα;λ. ἀκρογωνιαῖος - см. ἀκρογωνιαῖος2) каменная глыба ( служившая общественной трибуной), трибуна(τοῦ κήρυκος Plut.)
τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. — предстать перед (судейской) трибуной3) (тж. λευκὸς λ. Her., λ. Πάριος Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., κογχυλιάτης Xen.) мрамор Her. etc.5) пробный камень(λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.)
6) горный хрустальἡ λ. ἥ διαφανής, ἀφ΄ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Arph. — прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т.е. зажигательное стекло
7) игральный камешек Theocr.8) мед. мочевой камень Arst.9) (тж. λ. τίμιος NT.) драгоценный каменьσμάραγδος λ. Her. - см. σμάραγδος
10) надгробный камень Anth.11) pl. каменистая местность Xen.12) каменная скрижаль -
8 1307
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1307
См. также в других словарях:
διαφανής — translucent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή αυτός διαμέσου του οποίου μπορούμε να δούμε γιατί επιτρέπει τη δίοδο των ακτίνων: Φορούσε ένα διαφανές μπλουζάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφάνης — διαφαίνω show through aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανῆ — διαφανής translucent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαφανής translucent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαφανής translucent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέστερον — διαφανής translucent adverbial comp διαφανής translucent masc acc comp sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανεστάτων — διαφανής translucent fem gen superl pl διαφανής translucent masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέα — διαφανής translucent neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαφανής translucent masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανές — διαφανής translucent masc/fem voc sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέστατα — διαφανής translucent adverbial superl διαφανής translucent neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέστατον — διαφανής translucent masc acc superl sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφώνιο — Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90%… … Dictionary of Greek