-
1 διαφανής
[диафанис] εκ. прозрачный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαφανής
-
2 прозрачный
διαφανής, διαυγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прозрачный
-
3 просвечивающий
διαφανής, διάφεγγος, διάφανος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просвечивающий
-
4 прозрачный
-
5 просвечивать
ρ.δ.1. βλ. просветить 1.2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• διαφαίνομαι, διακρίνομαι• ξεχωρίζω•солнце -ает сквозь тучи ο ήλιος φαίνεται μέσα από τα σύννεφα.• сквозь рубашку -ает голое тело μέσα από το πουκάμισο φαίνεται το γυμνό σώμα.• сквозь его слова -аеш недоверие μέσα από τα λόγια του διαφαίνεται η δυσπιστία.
|| είμαι διαφανής.διαφέγγομαι• διαφωτίζομαι, γίνομαι διαφανής κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 мишень
(рад., яд.физ.) о στόχος, το σημάδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мишень
-
7 палетка
(нвг., геод.) η διαφανής παλέτα με χαραγμένα τετράγωνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палетка
-
8 слайд
(диапозитив) η διαφανής φωτογραφία, разг. το σλάϊντ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слайд
-
9 тара
η συσκευασί/ατο εμπορευματοκιβώτιο, το απόβαροвлагонепроницаемая - υδατοστεγανή -, υδατοστεγής -возвратная - επιστρεφόμενη -, επαναχρησιμοποιούμενη --охранная (для транспортировки радиоактивных веществ) - μεταφοράς ραδιενεργών (υλικών)пыленепроницаемая - κονεοστεγανή/κονεοστεγής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тара
-
10 ажурный
ажу́рн||ыйприл διάτρητος, τρυπητός, διαφανής:\ажурныйая работа ἡ λεπτοδουλειά. -
11 прозрачностьый
прозрачность||ыйприл1. διαφανής, διαυγής·2. перен φανερός, καθαρός:\прозрачностьыйый намек φανερός ὑπαινιγμός. -
12 просвечивать
просвечива||тьнесов1. ἐξετάζω στό φως (куриное яйцо и т. п.)2. мед., тех. ἐξετάζω στίς ἀκτίνες, ἀκτινοσκοπῶ·3. (быть видным через что-л.) διαφαίνομαι·4. (о ткани и т. п.) εἶμαι διαφανής, φεγ-γρίζω. -
13 сквозить
сквоз||и́тьнесов1. безл (о ветре):\сквозитьит φυσάει, κάνει ρεβμα·2. (проникать, просвечивать) φεγγρίζω, εἶμαι διαφανής:свет \сквозитьит через занавеску τό φῶς περ· νάει μέσα ἀπό τήν κουρτίνα·3. перен (чувствоваться) διαφαίνομαι, διακρίνομαι:в его словах \сквозитьи́т неверие στά λόγια του διαφαίνονταν (или ἀντηχοῦσε) ἡ ἀμφιβολία. -
14 ажурный
επ.1. διάτρητος, τρυπητός• διαφανής.2. μτφ. καλοφτιαγμένος,επιμελημένος. -
15 леденец
-нца α. καραμέλα διαφανής. -
16 леденцовый
επ.διαφανής. -
17 отмучивать
-
18 плексиглас
-а α.διαφανής πάστα. -
19 прозрачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. διαυγής, καθαρός, καθάριος, διαφανής.2. μτφ. λεπτός, τρυφερός•-ая кожа λεπτή επιδερμίδα.
3. μτφ. ανοιχτός, φανερός, απροκάλυπτος•прозрачный намк φανερός υπαινιγμός•
-ая мысль καθάρια σκέψη.
-
20 сквозистый
επ., βρ: -зист, -а, -оδιαφανής, διάφανος, φεγγριστός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαφανής — translucent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή αυτός διαμέσου του οποίου μπορούμε να δούμε γιατί επιτρέπει τη δίοδο των ακτίνων: Φορούσε ένα διαφανές μπλουζάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφάνης — διαφαίνω show through aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανῆ — διαφανής translucent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαφανής translucent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαφανής translucent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέστερον — διαφανής translucent adverbial comp διαφανής translucent masc acc comp sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανεστάτων — διαφανής translucent fem gen superl pl διαφανής translucent masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέα — διαφανής translucent neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαφανής translucent masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανές — διαφανής translucent masc/fem voc sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέστατα — διαφανής translucent adverbial superl διαφανής translucent neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφανέστατον — διαφανής translucent masc acc superl sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφώνιο — Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90%… … Dictionary of Greek