Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαφανής

  • 21 сквозить

    -ит
    ρ.δ.
    1. φυσώ, κάνω ρεύμα•

    закройте дверь, -ит κλείστε την πόρτα, κάνει ρεύμα•

    -ит через щели φυσάει από τις χαραμάδες.

    2. (για φως)• περνώ, διεισδύω• φεγγρ ίζω•

    через щели двери -ил свет από τις χαραμάδες της πόρτας φέγγριζε.

    3. (δια)φέγγω, είμαι διαφανής•

    материя -ит το ύφασμα είναι διαφανές.

    4. { κυρλξ. κ. μτφ.) διαφαίνομαι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3, 4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > сквозить

  • 22 сквозной

    επ.
    1. διαμπερής•

    -ое отверстие διαμπερής οπή•

    -ая рана διαμπερές τραύμα.

    2. διαπεραστικός•

    сквозной ветер διαπεραστικός άνεμος.

    3. χωρίς στάσεις, εξπρές•

    сквозной поезд το εξπρές τρένο.

    4. γενικός, για όλους•

    -ая закалка изделий χαλύβδωση όλων των μεταλλικών ειδών.

    5. αραιός, διαφανής.
    εκφρ.
    - ая бригадаβλ. στη λ. комплексный.

    Большой русско-греческий словарь > сквозной

  • 23 хрустальный

    επ.
    κρυστάλλινος, -ικός. || διαφανής.

    Большой русско-греческий словарь > хрустальный

  • 24 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 25 ясный

    επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.
    1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    ясный свет λαμπερό φως.

    || στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. αίθριος, ξάστερος•

    -ое небо αίθριος ουρανός•

    -ая погода ξαστεριά.

    || διαυγής, διαφανής, καθαρός•

    ясный воздух καθαρός αέρας.

    3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•

    -ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.

    4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•

    -ая дикция καθαρή προφορά•

    ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.

    || πειστικός•

    -ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.

    || σαφής•

    ясный ответ σαφής απάντηση•

    -ое понятие σαφής έννοια.

    5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•

    -ое намерение φανερή πρόθεση.

    εκφρ.
    - ое дело – φανερή υπόθεση•
    ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•
    ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•
    яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα.

    Большой русско-греческий словарь > ясный

См. также в других словарях:

  • διαφανής — translucent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή αυτός διαμέσου του οποίου μπορούμε να δούμε γιατί επιτρέπει τη δίοδο των ακτίνων: Φορούσε ένα διαφανές μπλουζάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφάνης — διαφαίνω show through aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανῆ — διαφανής translucent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαφανής translucent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαφανής translucent masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανέστερον — διαφανής translucent adverbial comp διαφανής translucent masc acc comp sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανεστάτων — διαφανής translucent fem gen superl pl διαφανής translucent masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανέα — διαφανής translucent neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαφανής translucent masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανές — διαφανής translucent masc/fem voc sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανέστατα — διαφανής translucent adverbial superl διαφανής translucent neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφανέστατον — διαφανής translucent masc acc superl sg διαφανής translucent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοφώνιο — Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90%… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»