-
1 δια-στρατεύομαι
δια-στρατεύομαι, seine bestimmte Dienstzeit ausdienen; ὁ διαστρατευσάμενος, ausgedienter Soldat, veteranus, Dio Cass. 58, 18.
-
2 διαστρατεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστρατεύομαι
-
3 διαστρατεύομαι
δια-στρατεύομαι, seine bestimmte Dienstzeit ausdienen; ὁ διαστρατευσάμενος, ausgedienter Soldat, veteranus
См. также в других словарях:
διαστρατεύομαι — (Α) 1. τελειώνω τη στρατιωτική μου υπηρεσία 2. (η μτχ. αορ. ως ουσ.) ο διαστρατευσάμενος ο απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος … Dictionary of Greek