-
1 διαστρατεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστρατεύομαι
См. также в других словарях:
διαστρατεύομαι — (Α) 1. τελειώνω τη στρατιωτική μου υπηρεσία 2. (η μτχ. αορ. ως ουσ.) ο διαστρατευσάμενος ο απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος … Dictionary of Greek