-
1 διαπροστατευω
в качестве председательствующего предлагать на утверждение(τὸ διαβούλιόν τινος Polyb. - v. l. διαπρυτανεύω)
-
2 διαπρυτανευω
v. l. = διαπροστατεύω См. διαπροστατευω
См. также в других словарях:
διαπροστατεύσαντος — διαπροστατεύω continue to propose aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)