-
1 γράμμα
τό1) буква;γράμμα μεγάλο ( — или κεφαλαίο) — заглавная, прописная буквг;
γράμμα μικρό ( — или πεζό) — строчная буква;
ιερογλυφικό — иероглиф;γράμμα του τύπου — типографская литера;
2) письмо;συστημένο γράμμα — заказное письмо;
3) πλ. дип грамота;διαπιστευτήρια γράμματα — верительные грамоты;
ανακλητήρια γράμματά — отзывная грамота;
4) πλ. литература;τα γράμματα και οι τέχνες — литература и искусство;
οι άνθρωποι ( — или προσωπικότητες) των γράμμάτων και της τέχνης — деятели культуры;
5) πλ. учение, просвещение, образование; наука;βνθρωπος των γράμματών — образованный человек;
γνωρίζω ( — или ξέρω) γράμματα — быть грамотным;
δεν έμαθε γράμματά — он не получил образования;
§ ιερά γράμματα — священное писание;
κενό γράμμα — пустея, бессодержательная бумага;
γράμμα του νόμου — буква закона;
νεκρό γράμμα — мёртвая буква;
κορώνα (η) γράμματα — орёл или решка;
έπαιξε το κεφάλι του κορώνα (η) γράμματα — он рискнул головой;
δεν τα παίρνω τα γράμματα — быть тупым, бестолковым;
κατά γράμμα — буквально, дословно; — слово в слово;
γράμματα κλάμματα — погов, без муки нет науки
-
2 διαπιστευτήριο(ν)
τό1) удостоверение; 2) πλ. дип верительные грамоты;επιδίδω τα διαπιστευτήρια μου — вручать свои верительные грамоты
-
3 διαπιστευτήριο(ν)
τό1) удостоверение; 2) πλ. дип верительные грамоты;επιδίδω τα διαπιστευτήρια μου — вручать свои верительные грамоты
-
4 επιδίδω
(αόρ. επέδωκα и επέδωσα) μετ.1) передавать; вручать;επιδίδω επιστολή — вручить письмо;
επιδίδω την κλήσιν εις τον μάρτυρα — вручать повестку свидетелю;
επιδίδω διαμαρτυρίαν — вручать ноту протеста;
επιδίδω τα διαπιστευτήρια μου — вручать верительные грамоты;
2) подавать (заявление и т. п.);επιδίδομαι — посвящать себя, отдаваться (чему-л.); — пристраститься (к чему-л.); — заниматься (чём-л.);
επιδίδομαι στην ποίηση — посвятить себя поэзии;
επιδίδομαι στην πολιτική — заняться политикой;
επιδίδομαι στον αθλητισμό — заниматься спортом; — увлекаться спортом;
επιδίδομαι στην απολαύσεις — предаваться удовольствиям
См. также в других словарях:
διαπιστευτήρια — Το έγγραφο με το οποίο ορίζεται διπλωμάτης ή πρόξενος σε ξένη χώρα. Η κυβέρνηση μιας χώρας παραχωρεί στους διπλωματικούς της αντιπροσώπους δ. για να έχουν το δικαίωμα άσκησης διπλωματίας στην ξένη χώρα. Όταν λήξει η διπλωματική αποστολή ή όταν… … Dictionary of Greek
διαπιστευτήριο — το 1. δελτίο ταυτότητας 2. στον πληθ. τα διαπιστευτήρια έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση εφοδιάζει τους διπλωματικούς αντιπροσώπους της σε άλλη χώρα προκειμένου να γίνει η επίσημη διαπίστευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. lettres… … Dictionary of Greek
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
διαπιστευτήριο — το έγγραφο διορισμού διπλωματικού αντιπροσώπου μιας χώρας που επιδεικνύεται στον αρχηγό του κράτους όπου στέλνεται: Ο πρέσβης επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδίδω — και επιδίνω επέδωσα, επιδόθηκα, επιδομένος, ως μτβ. 1. δίνω κάτι σε κάποιον, του το παραδίνω στο χέρι: Επέδωσα την επιστολή. 2. κοινοποιώ επίσημα κάποιο έγγραφο στην αρμόδια αρχή: Ο πρεσβευτής επέδωσε τα διαπιστευτήριά του. Ως αμτβ. 3. σπν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβευτής — πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)