-
1 ночевать
-
2 ночлег
ночлег м η διανυκτέρευση· το κατάλυμα (место)· остановиться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα* * *мη διανυκτέρευση; το κατάλυμα ( место)останови́ться на ночле́г — διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα
-
3 переночевать
-
4 ночевать
-чую, -чуешьρ.δ.κ.σ. διανυκτερεύω•ночевать у моего друга θα κοιμηθώ στο φίλο μου•
ночевать под открытым небом διανυκτερεύω στο ύπαιθρο•
ночевать на сеновале κοιμάμαι στον αχυρώνα.
-
5 дежурить
дежурить είμαι της υπηρε σίας εφημερεύω (днём ) δια νυκτερεύω (ночью) (тж. в больнице, аптеке)* * * -
6 ночевать
ночеватьнесов διανυκτερεύω, περνῶ τήν νύχτα:\ночевать не дома κοιμούμαι ἔξω. -
7 ночлег
ночле||гм τό κατάλυμα (место ночле-гаУ ἡ διανυκτέρευση [-ις] (ночевка):ос-таноаи́ться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα. -
8 переночевать
переночеватьсов διανυκτερεύω. -
9 переспать
переспатьсов1. (спать слишком дол-го) παρακοιμαμαι·2. (переночевать) διανυκτερεύω, περνώ τήν νύκτα. -
10 заночевать
[ζανατσιβάτ"] ρ. διανυκτερεύω -
11 заночевать
[ζανατσιβάτ"] ρ διανυκτερεύω -
12 ночлежничать
ρ.δ. παλ. διανυκτερεύω. -
13 переспать
-плю, -спишь, παρλθ. χρ. переспал, -ла, -лоρ.σ.1. παρακοιμούμαι.2. κοιμούμαι ώσπου•жару -.κοιμούμαι ώσπου να περάσει ο καύσωνας.
|| διανυκτερεύω•переспать у сос-да κοιμούμαι στο γείτονα.
|| ξεπερνώ στον ύπνο•всех я -ал τους ξεπέρασα όλους στον ύπνο, κοιμήθηκα περισσότερο απ όλους.
См. также в других словарях:
διανυκτερεύω — pass the night pres subj act 1st sg διανυκτερεύω pass the night pres ind act 1st sg διανυκτερεύω pass the night pres subj act 1st sg διανυκτερεύω pass the night pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανυκτερεύω — διανυκτερεύω, διανυκτέρευσα βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: διανυκτερεύω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα (διανυκτερεύοντα φαρμακεία) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διανυκτερεύω — (AM διανυκτερεύω) [νυκτερεύω] 1. περνώ τη νύχτα κάπου (κοιμισμένος ή άγρυπνος) 2. ξενυχτώ, αγρυπνώ … Dictionary of Greek
διανυκτερεύω — διανυκτέρευσα 1. περνώ τη νύχτα μου εκτός σπιτιού: Όταν ταξιδεύω, διανυκτερεύω σε μοτέλ. 2. (για κατάστημα), λειτουργώ: Ποιο φαρμακείο διανυκτερεύει; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανυκτερεύσει — διανυκτερεύω pass the night aor subj act 3rd sg (epic) διανυκτερεύω pass the night fut ind mid 2nd sg διανυκτερεύω pass the night fut ind act 3rd sg διανυκτερεύω pass the night aor subj act 3rd sg (epic) διανυκτερεύω pass the night fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανυκτερευσάντων — διανυκτερεύω pass the night aor part act masc/neut gen pl διανυκτερεύω pass the night aor imperat act 3rd pl διανυκτερεύω pass the night aor part act masc/neut gen pl διανυκτερεύω pass the night aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανυκτερευόντων — διανυκτερεύω pass the night pres part act masc/neut gen pl διανυκτερεύω pass the night pres imperat act 3rd pl διανυκτερεύω pass the night pres part act masc/neut gen pl διανυκτερεύω pass the night pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανυκτερεύει — διανυκτερεύω pass the night pres ind mp 2nd sg διανυκτερεύω pass the night pres ind act 3rd sg διανυκτερεύω pass the night pres ind mp 2nd sg διανυκτερεύω pass the night pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανυκτερεύομεν — διανυκτερεύω pass the night pres ind act 1st pl διανυκτερεύω pass the night pres ind act 1st pl διανυκτερεύω pass the night imperf ind act 1st pl (homeric ionic) διανυκτερεύω pass the night imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανυκτερεύοντα — διανυκτερεύω pass the night pres part act neut nom/voc/acc pl διανυκτερεύω pass the night pres part act masc acc sg διανυκτερεύω pass the night pres part act neut nom/voc/acc pl διανυκτερεύω pass the night pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανυκτερεύοντι — διανυκτερεύω pass the night pres part act masc/neut dat sg διανυκτερεύω pass the night pres ind act 3rd pl (doric) διανυκτερεύω pass the night pres part act masc/neut dat sg διανυκτερεύω pass the night pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)