Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαμέμφομαι

См. также в других словарях:

  • διαμέμφεσθε — διαμέμφομαι blame greatly pres imperat mp 2nd pl διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 2nd pl διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμεμφομένων — διαμέμφομαι blame greatly pres part mp fem gen pl διαμέμφομαι blame greatly pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέμψῃ — διαμέμφομαι blame greatly aor subj mid 2nd sg διαμέμφομαι blame greatly fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμεμφόμενος — διαμέμφομαι blame greatly pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέμφεται — διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέμφονται — διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέμψαιτο — διαμέμφομαι blame greatly aor opt mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεμέμφετο — διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεμέμφοντο — διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεμέμψαντο — διαμέμφομαι blame greatly aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεμέμψατο — διαμέμφομαι blame greatly aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»