-
1 διαμεμφομαι
сильно порицать(τι Thuc.; τινα ποιεῖσθαί τι Isocr.; τινα, ὅτι οὐκ ἔχει τι Arst.)
См. также в других словарях:
διαμέμφεσθε — διαμέμφομαι blame greatly pres imperat mp 2nd pl διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 2nd pl διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμφομένων — διαμέμφομαι blame greatly pres part mp fem gen pl διαμέμφομαι blame greatly pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμψῃ — διαμέμφομαι blame greatly aor subj mid 2nd sg διαμέμφομαι blame greatly fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμφόμενος — διαμέμφομαι blame greatly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμφεται — διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμφονται — διαμέμφομαι blame greatly pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμψαιτο — διαμέμφομαι blame greatly aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμφετο — διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμφοντο — διαμέμφομαι blame greatly imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμψαντο — διαμέμφομαι blame greatly aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέμψατο — διαμέμφομαι blame greatly aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)