-
1 διαλόγω
-
2 διαλόγῳ
-
3 διαλόγωι
διαλόγῳ, διάλογοςconversation: masc dat sg -
4 περιστατικός
A of or in critical circumstances, τὰ π. πράγματα, = περιστάσεις, critical circumstances, Plu.2.169c, cf. Heliod. in EN103.17 ;π. ἐνοχλήσεις Alex.Aphr. in Top.255.26
.2 dependent on circumstances,καθήκοντα Stoic.3.135
;ἐνέργειαι Plot.1.4.13
; precarious,διαγωγὴ τοῦ βίου Max.Tyr.36.4
. Adv. - κῶς according to circumstances,ἐνεργεῖν Plot.1.2.7
.4 Rhet., concerned with the circumstances of a case,προοίμια Corn.Rh.p.354
H.; μόρια Men.Rh.p.366 S.; τὰ ὑποκείμενα τῷ διαλόγῳ π. Procl.in Prm.p.482 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστατικός
См. также в других словарях:
διαλόγῳ — διάλογος conversation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγωι — διαλόγῳ , διάλογος conversation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνηματίζω — ὑπομνηματίζω, ΝΑ [ὑπόμνημα, ατος] συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω αρχ. (κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι… … Dictionary of Greek