-
1 μορία
μορίᾱ, μόριοςfem nom /voc /acc dualμορίᾱ, μόριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)μορίᾱ, μορίαthe sacred olives: fem nom /voc /acc dualμορίᾱ, μορίαthe sacred olives: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 μορία
A the sacred olives in the Academy, Ar.Nu. 1005, Anaxandr.19, Arist.Ath. 60.2: generally, of olives that grew in the precincts of temples, opp. ἴδιαι, Lys.7.5,7: sg., ib.26: variously expld. by Sch.Ar. l. c.------------------------------------μορία (B), ἡ,A = μωρία, θρέμμα μορΐης AP11.305 (Pall.). -
3 μόρια
μόριονpiece: neut nom /voc /acc plμόριοςneut nom /voc /acc pl -
4 μορίας
μορίᾱς, μόριοςfem acc plμορίᾱς, μόριοςfem gen sg (attic doric aeolic)μορίᾱς, μορίαthe sacred olives: fem acc plμορίᾱς, μορίαthe sacred olives: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 μορίαι
μορίᾱͅ, μόριοςfem dat sg (attic doric aeolic)μορίᾱͅ, μορίαthe sacred olives: fem dat sg (attic doric aeolic)μορίαthe sacred olives: fem nom /voc pl -
6 μορίαν
μορίᾱν, μόριοςfem acc sg (attic doric aeolic)μορίᾱν, μορίαthe sacred olives: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 μόρι'
μόρια, μόριονpiece: neut nom /voc /acc plμόρια, μόριοςneut nom /voc /acc plμόριε, μόριοςmasc voc sgμόριαι, μόριοςfem nom /voc plμόριαι, μορίαthe sacred olives: fem nom /voc pl -
8 μόριον
A piece, portion, Hdt.7.23, Pl.R. 525e, etc.; of quarters of the world, Hdt.2.16; parts of a country, Th.7.58; of an army, Id.2.39;ψυχῆς μ. E.Andr. 541
(anap.);βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Th.8.46
;ἐν βραχεῖ μ. ἡμέρας Id.1.85
, cf. 141;ψαμάθου μ. βραχύ AP7.404.7
(Zon.).II constituent part, member (opp. μέρος, a mere part), μ. ἀρετῆς, πολιτικῆς, Pl.Lg. 696b, Grg. 463d;εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἂν.. λέγεται μόρια τούτου Arist.Metaph. 1023b18
; τέχναι καὶ ἐπιστῆμαι κατὰ μόριον γινόμεναι, opp. περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, Id.Pol. 1288b11.2 esp. of the members or parts of the body, Id.HA 488b29; περὶ ζῴων μορίων, title of the treatise de partibus animalium: in pl., esp. parts or genitals, male and female,ἀνδρεῖα μόρια Luc.Vit.Auct.6
;τὰ γεννητικὰ μ. D.S.1.85
;τὰ μόρια Plu.2.797f
: less freq. in sg., μ. ἀνδρὸς γόνιμον ib.323b, cf. Gal. 12.431;μ. γυναικεῖον Luc.DMort.28.2
.III Gramm., part of speech, D.H.Comp.6, A.D.Pron.36.21, al.; in full,μ. λέξεως D.H. Comp. 17
;μ. λόγου Plu.2.731e
.IV Arith., fraction with 1 for numerator, Dioph. 1p.6T.; also, fraction in general, Id.5.20,al.; denominator of a fraction, Id.1.23, al., Hero *Stereom.2.16; μορίου or ἐν μορίῳ c. gen., divided by.., Dioph.3.19, 1.25. -
9 μοριών
-
10 μοριῶν
-
11 μορίαις
μόριοςfem dat plμορίαthe sacred olives: fem dat pl -
12 μορίη
μόριοςfem nom /voc sg (epic ionic)μορίαthe sacred olives: fem nom /voc sg (epic ionic) -
13 μορίην
μόριοςfem acc sg (epic ionic)μορίαthe sacred olives: fem acc sg (epic ionic) -
14 μορίης
μόριοςfem gen sg (epic ionic)μορίαthe sacred olives: fem gen sg (epic ionic) -
15 δανείζω
A- είσω D.35.52
: [tense] aor.ἐδάνεισα X.Cyr.3.1.34
, etc.: [tense] pf.δεδάνεικα D.35.52
:—[voice] Med., ibid.: [tense] fut.δανείσομαι Id.32.15
: [tense] aor.ἐδανεισάμην Lys.12.59
, etc.: [tense] pf. δεδάνεισμαι in med. sense, X. HG6.5.19, D.37.53:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐδανείσθην X.HG2.4.28
, D.33.12: [tense] pf.δεδάνεισμαι Id.36.5
, 49.53: ([etym.] δάνος):—put out money at usury, lend, IG12.302.56, Ar.Th. 842, al.; more fully,δ. ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg. 742c
;ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δ. τοῦ μηνὸς ἑκάστου D.53.13
, cf. Aeschin.1.107; δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις on the security of.., D.27.27;ἐπὶ τοῖς σώμασι Arist.Ath.9.1
;εἰς τὰ ἡμέτερα D.27.28
; .2 [voice] Med., have lent to one, borrow, Ar.Nu. 1306, etc.;ἀπό τινος Lys.17.2
; ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] D.1.15;δ. ἐγγείων τόκων 34.23
:—[voice] Act. and [voice] Med. opposed, ἀποδώσουσι οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον ap.D.35.11:—[voice] Pass., of the money, to be lent out, Ar.Nu. 756, X.HG2.4.28, D.33.12.3 metaph. in [voice] Med.,μόρια ἀπὸ τοῦ κόσμου Pl.Ti. 42e
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανείζω
-
16 δάνεισμα
A = δάνειον, δ. ποιεῖσθαι, = δανείζεσθαι, Th.1.121;τῶν μαρτύρων τῶν παραγιγνομένων τῷ δ. D.35.9
: metaph.,οἷον δάνεισμα καὶ μόρια τοῦ μεγάλου κόσμου Gal.19.159
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάνεισμα
-
17 διαπλάσσω
A form, mould,ζῷα Ph.1.15
; ὕλην, ἄρτον, σῶμα, Plu.2.427b, 401f, Him.Or.14.13;διανοήματα ῥυθμοῖς Jul.Or.2.78d
: metaph.,ἐπίνοια J.BJ7.8.1
;δ. τῷ λόγῳ Ael.VH3.1
:— [voice] Pass., (Crin.); δ. τὰ μόρια [ τοῦ ἐμβρύου] Arist.GA 740a36, cf. Epicur.Ep.2p.38U.: metaph., to be concocted, invented, PMonac.6.47 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπλάσσω
-
18 δυσμορία
δυσ-μορία, ἡ,A a hard fate, AP9.351 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμορία
-
19 εὐσχήμων
A elegant in figure, mien and bearing, graceful, opp. ἀσχήμων, Pl.R. 413e, al.;ἀλεκτρυών Cratin. 108
; τὰ εὐ. ἡμῶν (sc. μόρια) 1 Ep.Cor.12.24: [comp] Comp. - έστερος more respectable, Pl.R. 554e: [comp] Sup. - έστατοι, πονεῖν ἵπποι X.Eq.11.12
.II of things, decent, becoming, , D.60.9;πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Aeschin.3.162
;λέγειν εὐσχήμονα Arist.EN 1128a7
; τὸ εὔσχημον decorum, Pl.R. 401c, Lg. 797b. Adv. - μόνως with grace and dignity, like a gentleman, Ar.V. 1210, X.Cyr.1.3.8, Arist.EN 1101a1;ζῆν Phld.Herc.1251.18
: Comp - έστερον, ἔχειν Pl.Epin. 981a
;τι φέρειν D.60.35
: [comp] Sup. - έστατα IG 22.1034.11.2 later also, noble, honourable, in rank (condemned by Phryn.309), Ev.Marc.15.43, Act.Ap.13.50, J.Vit.9, Vett.Val.66.7, al.; ἡ εὐ. the noble lady, PFlor.16.20 (iii A.D.).b title of a village magistrate, in pl., (ii/iii A.D.): sg., ἡ οἰκία τοῦ εὐ. PRyl.236.15 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσχήμων
-
20 θωρακικός
II -ικά, τά, with or without μόρια, region of the thorax, Pall.in Hp.2.97, 102 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρακικός
См. также в других словарях:
μορία — μορίᾱ , μόριος fem nom/voc/acc dual μορίᾱ , μόριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μορίᾱ , μορία the sacred olives fem nom/voc/acc dual μορίᾱ , μορία the sacred olives fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 103 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοφινά. * * * μορία, ἡ (Α) 1. συν. στον πληθ. αἱ μορίαι ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά… … Dictionary of Greek
Μόρια — Sp Mòrija Ap Μόρια/Moria L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μόρια — μόριον piece neut nom/voc/acc pl μόριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχώριστα μόρια — Μονοσύλλαβες ή σπανιότερα δισύλλαβες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που παλιότερα είχαν μία αυτοτέλεια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά διαφόρων λέξεων. Τέτοια μόρια είναι η συλλαβική αύξηση ε (έδωσε) το στερητικό α (αχώριστος,… … Dictionary of Greek
μορίας — μορίᾱς , μόριος fem acc pl μορίᾱς , μόριος fem gen sg (attic doric aeolic) μορίᾱς , μορία the sacred olives fem acc pl μορίᾱς , μορία the sacred olives fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρομόρια ή μεγαλομοριακές ενώσεις — Μόρια τα οποία αποτελούνται από πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, που ποικίλλει από μερικά εκατομμύρια έως ένα δισεκατομμύριο· οι διαστάσεις των μ. είναι σημαντικά μεγαλύτερες από εκείνες των συνηθισμένων μορίων και το γεγονός αυτό δικαιολογεί την… … Dictionary of Greek
μορίαι — μορίᾱͅ , μόριος fem dat sg (attic doric aeolic) μορίᾱͅ , μορία the sacred olives fem dat sg (attic doric aeolic) μορία the sacred olives fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίαν — μορίᾱν , μόριος fem acc sg (attic doric aeolic) μορίᾱν , μορία the sacred olives fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρι' — μόρια , μόριον piece neut nom/voc/acc pl μόρια , μόριος neut nom/voc/acc pl μόριε , μόριος masc voc sg μόριαι , μόριος fem nom/voc pl μόριαι , μορία the sacred olives fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοριῶν — μορία the sacred olives fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)