-
1 διαλείποντες
διαλείπωleave an interval between: pres part act masc nom /voc pl -
2 διαλείπω
A : [tense] pf.- λέλοιπα Isoc.12.5
:— leave an interval between,τὸ ὀλίγιστον Arist.Ph. 226b28
:—[voice] Pass., a gap had been left,Hdt.
7.40,41;διαλέλειπται μικρὰ χώρα Arist.HA 503a34
.2 intermit,τὴν ὀχείαν Id.GA 757b4
: esp. of Time, διαλιπὼν ἡμέρας τὰς συγκειμένας, ἐνιαυτόν, having left an interval of.., Hdt.3.157, D.20.8; ἀκαρῆ διαλιπών having waited an instant, Ar.Nu. 496;χρόνον ὀλίγον Isoc.5.8
;πολὺν χρόνον Arist.Pol. 1299a37
; later in gen.,μιᾶς ἡμέρας δ. Hdn.7.8.9
; so οὐ πολὺ διαλιπών after a short time, Th.5.10: abs., opp. εὐθύς, Men.Sam. 198, cf. Hyp. Eux.32.II intr., stand at intervals,δ. δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων Th.7.38
;πίτυες διαλείπουσαι μεγάλαι X.An.4.7.6
; τὸ δέρμα ταύτῃ δ. is discontinuous at this point, opp. συνεχές ἐστι, Arist.HA 518a3; τὸ -λεῖπον an interval or gap, X.An.4.8.13: impers., διαλείπει there are intervals, of the heavens, opp. πλήρη ἀστέρων εἶναι, Arist.Mete. 346a36.2 c. part., mostly with neg.,οὐ πώποτε διέλειπον ζητῶν X. Ap.16
, etc.; οὐδένα διαλέλοιπα χρόνον διαβαλλόμενος I have never ceased to be slandered, Isoc.12.5; (ii A.D.), cf. POxy.281.16 (i A.D.): without a neg., Luc. Vit.Auct.13, DMeretr.11.1.3 of Time, διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν, διαλιπούσης ἡμέρας, after an interval of.., Th.1.112, 3.74; the interval of time,Arist.
Ph. 228b4.4 in part., intermittent,διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Id.Mete. 362a28
, cf. GA 748a19;δ. πυρετός Hp.Aph.4.43
, Coac. 139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλείπω
-
3 πυρετός
II fever, Hp.Aph.2.26, Ar.V. 1038 (pl.), etc.; θνήσκειν ἐκ π. Epigr.Gr. 247 ([place name] Mysia); π. ἀμφημερινοί, τριταῖοι, τεταρταῖοι, quotidian, tertian, quartan fevers, Pl.Ti. 86a, etc. (v. sub. vocc.);διαλείποντες Arist.Pr. 866a23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρετός
См. также в других словарях:
διαλείποντες — διαλείπω leave an interval between pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
πολφίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού οδοντικού πολφού, που αποτελεί συχνότερα επιπλοκή τής τερηδόνας τών δοντιών, εκδηλώνεται με περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς, αυτόματους, διαλείποντες πόνους, οι οποίοι ακτινοβολούν στη γύρω περιοχή και εκλύονται ή… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek