-
1 διακριτικος
-
2 διακριτικός
η, ό[ν]1) отличительный, различительный;διακριτικό σύμπτωμα ( — или γνώρισμα) — отличительный (при)знак;
διακριτικό σήμα ( — или σημείο) — опознавательный знак; — отличительный знак;
διακριτική ικανότητα — способность различать;
2) дискриминационный;3) вежливый, деликатный, тактичный;με διακριτικόν τρόπον — любезно, вежливо
-
3 διακριτικός
[диакритикос] еж. отличительный, опознавательный.
См. также в других словарях:
διακριτικός — piercing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικός — ή, ό (AM διακριτικός, ή, όν) [διακρίνω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει 2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος μσν. νεοελλ. όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός,… … Dictionary of Greek
διακριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει ή αυτός που ξεχωρίζει: Θα τον αναγνωρίσεις ανάμεσα στο πλήθος από το διακριτικό σημάδι στο μέτωπό του. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και ευπρέπεια: Τον χαρακτηρίζει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακριτικά — διακριτικός piercing neut nom/voc/acc pl διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc/acc dual διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικῶν — διακριτικός piercing fem gen pl διακριτικός piercing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικόν — διακριτικός piercing masc acc sg διακριτικός piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικαί — διακριτικός piercing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῖς — διακριτικός piercing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοί — διακριτικός piercing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῦ — διακριτικός piercing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικούς — διακριτικός piercing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)