-
1 διακριτικός
διακριτικόςpiercing: masc nom sg -
2 διακριτικός
II able to distinguish,τῆς οὐσίας Pl.Cra. 388c
;ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def. 411c
: abs., Luc. Herm.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακριτικός
-
3 διακριτικός
1) discreet2) discreteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διακριτικός
-
4 διακριτικά
διακριτικόςpiercing: neut nom /voc /acc plδιακριτικά̱, διακριτικόςpiercing: fem nom /voc /acc dualδιακριτικά̱, διακριτικόςpiercing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 διακριτικόν
διακριτικόςpiercing: masc acc sgδιακριτικόςpiercing: neut nom /voc /acc sg -
6 διακριτικαί
διακριτικόςpiercing: fem nom /voc pl -
7 διακριτικοί
διακριτικόςpiercing: masc nom /voc pl -
8 διακριτικούς
διακριτικόςpiercing: masc acc pl -
9 διακριτικωτάτη
διακριτικόςpiercing: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
10 διακριτική
διακριτικόςpiercing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 διακριτικήν
διακριτικόςpiercing: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 διακριτικώτατος
διακριτικόςpiercing: masc nom superl sg -
13 διακριτικών
-
14 διακριτικῶν
-
15 διακριτική
-
16 διακριτικῇ
-
17 διακριτικής
-
18 διακριτικῆς
-
19 διακριτικοίς
-
20 διακριτικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διακριτικός — piercing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικός — ή, ό (AM διακριτικός, ή, όν) [διακρίνω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει 2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος μσν. νεοελλ. όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός,… … Dictionary of Greek
διακριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει ή αυτός που ξεχωρίζει: Θα τον αναγνωρίσεις ανάμεσα στο πλήθος από το διακριτικό σημάδι στο μέτωπό του. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και ευπρέπεια: Τον χαρακτηρίζει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακριτικά — διακριτικός piercing neut nom/voc/acc pl διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc/acc dual διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικῶν — διακριτικός piercing fem gen pl διακριτικός piercing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικόν — διακριτικός piercing masc acc sg διακριτικός piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικαί — διακριτικός piercing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῖς — διακριτικός piercing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοί — διακριτικός piercing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῦ — διακριτικός piercing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικούς — διακριτικός piercing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)