-
1 диакритический
διακριτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диакритический
-
2 опознавательный
διακριτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опознавательный
-
3 различительный
διακριτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различительный
-
4 отличительный
διακριτικός, χαρακτηριστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отличительный
-
5 отличительный
отли́ч||и́тельныйприл διακριτικός:\отличительныйи́тельный признак τό διακριτικό γνώρισμα· \отличительныйи́тельная особенность ἡ ἰδιομορφία. -
6 характерный
характерн||ыйприл в разн. знач. χαρακτηριστικός/ διακριτικός (отличительный):\характерныйое лицо χαρακτηριστικό πρόσωπο· \характерныйая черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· \характерныйый пример τό χαρακτηριστικό παράδειγμα -
7 надстрочный
[νατστρότσνυϊ] επ διακριτικός -
8 опознавательный
[απαζναβάτιλ'νυϊ] εκ. διακριτικός -
9 надстрочный
[νατστρότσνυϊ] επ διακριτικός -
10 опознавательный
[απαζναβάτιλ'νυϊ] επ διακριτικός -
11 опознавательный
επ.διακριτικός, για αναγνώριση•-ые знаки τα διακριτικά σημάδια.
-
12 отличительный
επ.1. διακριτικός•-ые знаки на погонах τα διακριτικά σημάδια στις επωμίδες.
2. χαρακτηριστικός• ξεχωριστός•-ая особенность χαρακτηριστική ιδιομορφία•
-ые признаки χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
-
13 позывной
επ.1. διακριτικός•позывной сигнал το διακριτικό σημείο.
2. ουσ. πλθ. -ые τα διακριτικά (ραδιοσταθμού, σκάφους). -
14 различительный
επ.διακριτικός•различительный признак διακριτικό σημάδι,.
-
15 распознаваемый
επ., βρ: -ваем, -а, -оαναγνωρίσιμος• αναγνωριστικός, διακριτικός. -
16 сегрегационный
επ. (χημ.) διαχωριστικός, διακριτικός. -
17 характерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. (характерный)- χαρακτηριστικός• διακριτικός, ξεχωριστός• ιδιάζων•характерный пример χαρακτηριστικό παράδειγμα•
-ая черта χαρακτηριστικό γνώρισμα.
2. (характерный)• ισχυρού χαρακτήρα, ισχυρής βούλησης•человек он был характерный ο άνθρωπος αυτός ήταν ισχυρού χαρακτήρα.
См. также в других словарях:
διακριτικός — piercing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικός — ή, ό (AM διακριτικός, ή, όν) [διακρίνω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει 2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος μσν. νεοελλ. όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός,… … Dictionary of Greek
διακριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει ή αυτός που ξεχωρίζει: Θα τον αναγνωρίσεις ανάμεσα στο πλήθος από το διακριτικό σημάδι στο μέτωπό του. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και ευπρέπεια: Τον χαρακτηρίζει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακριτικά — διακριτικός piercing neut nom/voc/acc pl διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc/acc dual διακριτικά̱ , διακριτικός piercing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικῶν — διακριτικός piercing fem gen pl διακριτικός piercing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικόν — διακριτικός piercing masc acc sg διακριτικός piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικαί — διακριτικός piercing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῖς — διακριτικός piercing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοί — διακριτικός piercing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικοῦ — διακριτικός piercing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτικούς — διακριτικός piercing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)