Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διακονήματα

См. также в других словарях:

  • διακονήματα — διᾱκονήματα , διακόνημα servants business neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόνημα — το (AM διακόνημα) [διακονώ] 1. υπηρεσία που προσφέρει ένας κατώτερος προς έναν ανώτερο ή ένας νεώτερος σε έναν μεγαλύτερο μσν. νεοελλ. υπηρεσία που εκτελεί καλόγηρος για ορισμένο χρονικό διάστημα αρχ. 1. υπηρεσία υποδεέστερης σημασίας 2. ιερατικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»