Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαδέρκομαι

См. также в других словарях:

  • διαδέρκομαι — (Α) [δέρκομαι] 1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω …   Dictionary of Greek

  • διέδρακεν — διαδέρκομαι see aor ind act 3rd sg διαδέρκομαι see aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδέρκεται — διαδέρκομαι see pres ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεδέρκετο — διαδέρκομαι see imperf ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …   Dictionary of Greek

  • διαδράκοι — διαδράκοῑ , διαδέρκομαι see aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»