-
1 διαδερκομαι
глядеть (на)сквозьοὐδ΄ ἂν νῶϊ διαδράκοι ἠέλιός περ Hom. — (сквозь это облако) даже солнце не проглянуло бы на нас
-
2 διαδρακοι
См. также в других словарях:
διαδέρκομαι — (Α) [δέρκομαι] 1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω … Dictionary of Greek
διέδρακεν — διαδέρκομαι see aor ind act 3rd sg διαδέρκομαι see aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέρκεται — διαδέρκομαι see pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδέρκετο — διαδέρκομαι see imperf ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
διαδράκοι — διαδράκοῑ , διαδέρκομαι see aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)