-
1 διαδέρκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδέρκομαι
-
2 διαδέρκομαι
δια - δέρκομαι, aor. opt. διαδράκοι: look through at, Il. 14.344†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διαδέρκομαι
-
3 διέδρακεν
διαδέρκομαιsee: aor ind act 3rd sgδιαδέρκομαιsee: aor ind pass 3rd pl (epic) -
4 διαδέρκεται
διαδέρκομαιsee: pres ind mid 3rd sg -
5 διεδέρκετο
διαδέρκομαιsee: imperf ind mid 3rd sg -
6 διαδράκοι
διαδράκοῑ, διαδέρκομαιsee: aor opt act 3rd sg
См. также в других словарях:
διαδέρκομαι — (Α) [δέρκομαι] 1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω … Dictionary of Greek
διέδρακεν — διαδέρκομαι see aor ind act 3rd sg διαδέρκομαι see aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέρκεται — διαδέρκομαι see pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδέρκετο — διαδέρκομαι see imperf ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
διαδράκοι — διαδράκοῑ , διαδέρκομαι see aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)