-
1 διαγιγνομαι
поздн. διαγίνομαι (γῑ)1) ( о времени) проводить, жить(τοσάδε ἔτη διαγενέσθαι Plat.; ταύτην τέν νύκτα οὕτω διεγένοντο Xen.)
2) вести жизнь, жить(εὖ διαγεγενῆσθαι Arst.)
οὐδὲν σφήλας τέν πόλιν διεγένετο Thuc. — он прожил, не обманув ни в чем надежд страны3) пребывать, оставаться (на месте)ὁποσονοῦν χρόνον ἄρχοντες διαγένωνται Xen. — сколько бы времени они ни удерживали власть;
ἀήττητος ἀνέρ δοκεῖ διαγενέσθαι μέχρι Σκιπίωνος Plut. — (Ганнибал) оставался, кажется, непобедимым пока не встретился со Сципионом;φενακίζων ὑμᾶς διαγέγονεν Dem. — он не переставал морочить вас4) жить дольше, переживатьἐὰν ἄρα διαγενώμεθα Aeschin. — если только доживем;
δύο υἱοὴ διαγενόμενοι Plut. — два оставшихся в живых сына5) ( о времени) проходить, протекать, миноватьχρόνου μεταξὺ διαγενομένου Lys. — по прошествии некоторого времени;
ἔτη ὀκτὼ διαγεγονότα τινί Dem. — восемь лет истекло со времени чего-л.;ὀλίγων ἡμερῶν διαγενομένων Plut. — спустя немного дней6) жить, кормиться(ἀπὸ τῆς τέχνης Arst.)
См. также в других словарях:
διαγίγνομαι — και διαγίνομαι (Α) 1. διέρχομαι, περνώ 2. ζω 3. επιζώ 4. παρεμπίπτω, παρέρχομαι, φθάνω σε κάποια ηλικία και μάλιστα προχωρημένη 5. (με επίρρ.) συμβαίνω κατά κάποιο τρόπο … Dictionary of Greek
διαγίγνομαι — go through pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγίγνεσθε — διαγίγνομαι go through pres imperat mp 2nd pl διαγίγνομαι go through pres ind mp 2nd pl διαγίγνομαι go through imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγίνεσθε — διαγίγνομαι go through pres imperat mp 2nd pl (ionic) διαγίγνομαι go through pres ind mp 2nd pl (ionic) διαγίγνομαι go through imperf ind mp 2nd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγεγονότα — διαγίγνομαι go through perf part act neut nom/voc/acc pl διαγίγνομαι go through perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγενομένων — διαγίγνομαι go through aor part mid fem gen pl διαγίγνομαι go through aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγενόμενον — διαγίγνομαι go through aor part mid masc acc sg διαγίγνομαι go through aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνομένων — διαγίγνομαι go through pres part mp fem gen pl διαγίγνομαι go through pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγιγνόμενον — διαγίγνομαι go through pres part mp masc acc sg διαγίγνομαι go through pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγινομένων — διαγίγνομαι go through pres part mp fem gen pl (ionic) διαγίγνομαι go through pres part mp masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγινόμενον — διαγίγνομαι go through pres part mp masc acc sg (ionic) διαγίγνομαι go through pres part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)