-
1 διαβιώ
διαβιάζομαιpenetrate: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)διαβιόωlive through: pres subj act 1st sgδιαβιόωlive through: pres ind act 1st sgδιαβιόωlive through: aor subj act 1st sgδιαβιόωlive through: pres subj act 1st sgδιαβιόωlive through: pres ind act 1st sg——————διαβιάζομαιpenetrate: fut opt act 3rd sgδιαβιόωlive through: aor subj act 3rd sg -
2 διαβιώ
(ο) αμετ. жить, проводить жизнь;διαβιώ εν πενία — жить в нужде, в лишениях
-
3 διαβιῶ
Βλ. λ. διαβιώ -
4 διαβιῷ
Βλ. λ. διαβιώ
См. также в других словарях:
διαβιώ — ( όω) (ΑΝ) περνώ τη ζωή μου, ζω αρχ. 1. αναλώνω όλη τη ζωή μου 2. συντηρώ τη ζωή μου … Dictionary of Greek
διαβιῶ — διαβιάζομαι penetrate fut ind act 1st sg (attic epic ionic) διαβιόω live through pres subj act 1st sg διαβιόω live through pres ind act 1st sg διαβιόω live through aor subj act 1st sg διαβιόω live through pres subj act 1st sg διαβιόω live through … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιῷ — διαβιάζομαι penetrate fut opt act 3rd sg διαβιόω live through aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγω — (AM διάγω) διαβιώ, περνώ τη ζωή ή κάποιο χρονικό διάστημα σύμφωνα με κάποιον τρόπο ή υπό ορισμένες συνθήκες νεοελλ. 1. κατοικώ, διαμένω 2. κάνω, πράττω αρχ. μσν. φρ. «διάγω ἑορτήν» εορτάζω αρχ. 1. περνώ κάτι απέναντι 2. (αμτβ.) διαβαίνω, περνώ 3 … Dictionary of Greek
διαβίωση — η (Μ διαβίωσις) [διαβιώ] 1. το πέρασμα τής ζωής, η ζωή 2. ο τρόπος τού ζην, οι συνθήκες τής ζωής … Dictionary of Greek
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
διαπλέω — (AM διαπλέω) 1. πλέω μέσα από πέλαγος, πορθμό κ.λπ., από τη μία ακτή ώς την απέναντι 2. μτφ. «διαπλέω τον βίον» περνώ τη ζωή μου, διαβιώ αρχ. 1. πλέω σε ή κατά μήκος 2. περνώ (πλέοντας ή κολυμπώντας) μέσα από κάτι … Dictionary of Greek
διαπορεύομαι — (Α διαπορεύομαι) 1. βαδίζω κάπου περνώντας μέσα από κάποιον τόπο 2. μτφ. περνώ τη ζωή μου, διανύω, διαβιώ 3. εκτελώ 4. αφηγούμαι με λεπτομέρεια, διηγούμαι καταλεπτώς … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
καταβιώ — καταβιῶ, όω (Α) 1. περνώ τη ζωή μου, διαβιώ 2. φέρνω τη ζωή μου στο τέλος, φθάνω στο τέλος τού βίου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βιῶ «ζω, περνώ τη ζωή μου»] … Dictionary of Greek
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek