Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διαβιώ

  • 1 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 2 провести

    1. (через что-л.) περνώ, οδηγώ 2. (проложить, соорудить, построить) περνώ, κατασκευάζω 3. (прочертить, обозначить) χαράζω, χαράσσω, τραβώ 4. (добиться принятия,утверждения чего-л.) προβάλλω, προτείνω,καταχωρώ, περνώ 5. (осуществить, произвести что-л.) πραγματοποιώ, κατασκευάζω,φτιάχνω, εγκαθιστώ 6 (прожить какое-л.время где-л.) περνώ, ζω, διαβιώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провести

  • 3 прожить

    прожить
    сов
    1. (где-л.) ζῶ, μένω, διαβιώ (ώρισμένο χρόνο)·
    2. (просуществовать) βγάζω:
    ему́ не \прожить и ночи δέν θά βγάλει τή νύχτα·
    3. см. проживать 2.

    Русско-новогреческий словарь > прожить

  • 4 влачить

    -чу, -чишь, ρ.δ.μ.
    1. (παλ. γραπ. λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ•

    влачить цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βάσανα•

    влачить оковы σέρνω τα δεσμά•

    влачить груз сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών.

    2. ζω, διαβιώ•

    влачить жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή.

    σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι. || πηγαίνω. || περνώ, παρέρχομαι•

    часы -атся οι ώρες περνούν.

    Большой русско-греческий словарь > влачить

  • 5 дожить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. дожил, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дожитый, βρ: -жит, -а, -ο ρ.σ.
    1. ζω ως•

    -до возвращения сына ζω ως το γυρισμό του γιου•

    он не -вт до весны αυτός δε θα ζήσει ως την άνοιξη.

    || φτάνω, καταντώ, περιέρχομαι σε κατάσταση•

    до чего он -йл! που έφτασε! πως κατάντησε να ζει!

    2. περνώ, διαβιώ•

    он -ил лето на даче πέρασε αυτός στην έπαυλη όλο το καλοκαίρι.

    3. ξοδεύω για να ζήσω•

    дожить последние деньги ξοδεύω για να ζήσω και τα τελευταία χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > дожить

  • 6 дотянуть

    -яну, -янвшь ρ.σ.μ.
    1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.
    2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•

    дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.

    3. τραβώ ως το τέλος.
    4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•

    больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.

    5. βραδύνω, παρατείνω.
    6. περνώ, τα βολεύω.
    1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.
    3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > дотянуть

  • 7 жительствовать

    -ствую, -ствуешь, ρ.δ. παλ. διαμένω, διαβιώ, ζω.

    Большой русско-греческий словарь > жительствовать

  • 8 поживать

    ρ.δ. ζω, περνώ• έχω, είμαι•

    как -ете? πως (τα) περνάτε;•

    каково -ете? πως είστε; πως έχετε;

    εκφρ.
    жить— – ζω, διαβιώ.

    Большой русско-греческий словарь > поживать

  • 9 столоваться

    -луюсь, -дуешься
    ρ.δ. τρέφομαι, διατρέφομαι, παίρνω τροφή• διαιτώμαι, διαβιώ, ζω.

    Большой русско-греческий словарь > столоваться

См. также в других словарях:

  • διαβιώ — ( όω) (ΑΝ) περνώ τη ζωή μου, ζω αρχ. 1. αναλώνω όλη τη ζωή μου 2. συντηρώ τη ζωή μου …   Dictionary of Greek

  • διαβιῶ — διαβιάζομαι penetrate fut ind act 1st sg (attic epic ionic) διαβιόω live through pres subj act 1st sg διαβιόω live through pres ind act 1st sg διαβιόω live through aor subj act 1st sg διαβιόω live through pres subj act 1st sg διαβιόω live through …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβιῷ — διαβιάζομαι penetrate fut opt act 3rd sg διαβιόω live through aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγω — (AM διάγω) διαβιώ, περνώ τη ζωή ή κάποιο χρονικό διάστημα σύμφωνα με κάποιον τρόπο ή υπό ορισμένες συνθήκες νεοελλ. 1. κατοικώ, διαμένω 2. κάνω, πράττω αρχ. μσν. φρ. «διάγω ἑορτήν» εορτάζω αρχ. 1. περνώ κάτι απέναντι 2. (αμτβ.) διαβαίνω, περνώ 3 …   Dictionary of Greek

  • διαβίωση — η (Μ διαβίωσις) [διαβιώ] 1. το πέρασμα τής ζωής, η ζωή 2. ο τρόπος τού ζην, οι συνθήκες τής ζωής …   Dictionary of Greek

  • διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ …   Dictionary of Greek

  • διαπλέω — (AM διαπλέω) 1. πλέω μέσα από πέλαγος, πορθμό κ.λπ., από τη μία ακτή ώς την απέναντι 2. μτφ. «διαπλέω τον βίον» περνώ τη ζωή μου, διαβιώ αρχ. 1. πλέω σε ή κατά μήκος 2. περνώ (πλέοντας ή κολυμπώντας) μέσα από κάτι …   Dictionary of Greek

  • διαπορεύομαι — (Α διαπορεύομαι) 1. βαδίζω κάπου περνώντας μέσα από κάποιον τόπο 2. μτφ. περνώ τη ζωή μου, διανύω, διαβιώ 3. εκτελώ 4. αφηγούμαι με λεπτομέρεια, διηγούμαι καταλεπτώς …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • καταβιώ — καταβιῶ, όω (Α) 1. περνώ τη ζωή μου, διαβιώ 2. φέρνω τη ζωή μου στο τέλος, φθάνω στο τέλος τού βίου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βιῶ «ζω, περνώ τη ζωή μου»] …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»