-
1 διαβασανιζω
основательно исследоватьδ. ταῖς ἐμπειρίαις Plat., — тщательно проверять на опыте
-
2 διαβασανίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβασανίζω
-
3 διαβασανίζω
δια-βασανίζω, durch u. durch, genau erforschen -
4 διαβασανίσαι
διαβασανίζωtest thoroughly: aor inf actδιαβασανίσαῑ, διαβασανίζωtest thoroughly: aor opt act 3rd sg -
5 διαβασανισθέντας
διαβασανίζωtest thoroughly: aor part pass masc acc pl -
6 διαβασανίζοντας
διαβασανίζωtest thoroughly: pres part act masc acc pl -
7 διαβασανίσαντες
διαβασανίζωtest thoroughly: aor part act masc nom /voc pl -
8 διαβασανίσας
διαβασανίσᾱς, διαβασανίζωtest thoroughly: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
διαβασανίσαι — διαβασανίζω test thoroughly aor inf act διαβασανίσαῑ , διαβασανίζω test thoroughly aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανισθέντας — διαβασανίζω test thoroughly aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανίζοντας — διαβασανίζω test thoroughly pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανίσαντες — διαβασανίζω test thoroughly aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανίσας — διαβασανίσᾱς , διαβασανίζω test thoroughly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)