-
1 διαβασανιζω
основательно исследоватьδ. ταῖς ἐμπειρίαις Plat., — тщательно проверять на опыте
См. также в других словарях:
διαβασανίσαι — διαβασανίζω test thoroughly aor inf act διαβασανίσαῑ , διαβασανίζω test thoroughly aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανισθέντας — διαβασανίζω test thoroughly aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανίζοντας — διαβασανίζω test thoroughly pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανίσαντες — διαβασανίζω test thoroughly aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβασανίσας — διαβασανίσᾱς , διαβασανίζω test thoroughly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)