Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διέφϑορα

См. также в других словарях:

  • διέφθορα — διαφθείρω destroy utterly perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεφθόρασιν — διεφθόρᾱσιν , διαφθείρω destroy utterly perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»