Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διέρχομαι

  • 1 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 2 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 3 проехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•

    по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•

    он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.

    || διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•

    надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.

    2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.
    κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    проехать на чей счёт ή по адресу когоβλ. στη λ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проехать

  • 4 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 5 огонь

    огонь
    м
    1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·
    2. (освещение, свет) τό φως:
    работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·
    3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:
    сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·
    4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:
    артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·
    5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:
    его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > огонь

  • 6 переезжать

    переезжать
    несов
    1. (через что-л.) διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ·
    2. (переселяться) μετακομίζω, μετοικώ/ μεταναστεύω (в другую страну):
    \переезжать из Москвы в Одессу μετοικώ ἀπό τήν Μόσχα στήν 'Οδησσό.

    Русско-новогреческий словарь > переезжать

  • 7 переходить

    переходить
    несов
    1. (что-л., через что-л.) περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, διασχίζω:
    \переходить через реку περνῶ τό ποτάμι· \переходить улицу διασχίζω (или περνῶ) τόν δρόμο·
    2. (куда-л., κ чему-л.) περνώ:
    \переходить из одного класса в другой προβιβάζομαι· \переходить на другу́ю работу ἀλλάζω δουλειά· \переходить на сторону противника περνώ μέ τό μέρος τοῦ ἐχθροϋ· \переходить в другу́ю веру ἀλλαξοπι-στῶ·
    3. (доставаться кому-л.) μεταδίδομαι, περνώ; \переходить по наследству κληρονομούμαι· \переходить из рук в ру́ки περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι·
    4. (приступать κ чему-л. другому) περνῶ:
    \переходить к другой теме περνώ σέ ἄλλο θέμα, ἀρχίζω ἄλλο θέμα·
    5. (превращаться) μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι:
    \переходить из жидкого состояния в газообразное μεταβάλλομαι ἀπό ὑγρό σέ ἀέριο· ◊ \переходить все границы ξεπερνώ ὅλα τά δρια· \переходить в наступление περνῶ στήν ἐπίθεση· \переходить на «ты» ἀρχίζω νά μιλῶ στον ἐνικό.

    Русско-новогреческий словарь > переходить

  • 8 пролезать

    пролезать
    несов, пролезть сов
    1. (через что-л.) χώνομαι, τρυπώνω, περνώ, διέρχομαι, είσχωρώ, διεισδύω·
    2. черен. διεισδύω, είσχωρώ.

    Русско-новогреческий словарь > пролезать

  • 9 проходить

    прох||одить I
    несов
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι:
    \проходить торжественным маршем παρελαύνω· \проходить по мосту περνώ τή γέφυρα·
    2. (курс лечения, обучения, тж. о времени) περνώ, παρέρχομαι·
    3. (состояться) λαμβάνω χώραν, γίνομαι/ διεξάγομαι (о заседании и т. п.):
    собрание \проходитьо́дит бурно ἡ συνέλευση εἶναι θυελλώδης·
    4. (пролегать) περνώ:
    туннель \проходитьо́дит через горы τό τοῦ(ν)νελ περνἄ μέσα ἀπό βουνά.
    проход||и́ть II
    сов (некоторое время) περπατώ:
    я \проходитьи́л весь вечер попусту περπάτησα ἄδικα,ὅλο τό βράδυ.

    Русско-новогреческий словарь > проходить

  • 10 проходить

    [πραχαντίτ'] ρ. κερνώ, διέρχομαι

    Русско-греческий новый словарь > проходить

  • 11 проходить

    [πραχαντίτ'] ρ κερνώ, διέρχομαι

    Русско-эллинский словарь > проходить

  • 12 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 13 перебрести

    -реду, -редёшъ, παρλθ. χρ. перебрёл, -рела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. перебредший, επιρ. μτχ. перебредя
    ρ.σ.
    1. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перебрести речку περνώ το ποταμάκι.

    2. περνώ, διαβαίνω αργά ή με δυσκολία•

    перебрести через улицу περνώ το δρόμο με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перебрести

  • 14 переехать

    -еду, -едешь
    ρ.σ.
    1. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι (με μεταφ. μέσο).
    2. μετοικώ μετακομίζομαι.
    3. μ. πατώ, συνθλίβω, περνώ•

    троллейбус -ал упавшего человека το τρόλεϊ πάτησε τον άνθρωπο, που έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > переехать

  • 15 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 16 перелезть

    -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. перелез
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. περνώ σκαρφαλώνοντας•

    перелезть плетень σκαρφαλώνοντας περνώ το φράχτη.

    2. περνώ, διέρχομαι με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перелезть

  • 17 переползти

    -лзу, -лзшь, παρλθ. χρ. переполз
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. περνώ έρποντας•

    через дорогу περνώ το δρόμο έρποντας, της κοιλιάς.

    || διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω αργά, με δυσκολία.
    2. έρπω, σέρνομαι με την κοιλιά.

    Большой русско-греческий словарь > переползти

  • 18 пересечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. переск, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διατέμνω, κόβω•

    пересечь вервку κόβω την τριχιά.

    2. διασχίζω, διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ•

    пересечь линию фронта περνώ τη γραμμή του μετώπου•

    пересечь улицу περνώ το δρόμο.

    3. διασταυρώνω.
    4. εμποδίζω, φράζω•

    пересечь дорогу кому-н κόβω το δρόμοκάποιου.

    διασταυρώνομαι•

    улицы -клись οι οδοί διασταυρώθηκαν•

    οι γραμμές διασταυρώθηκαν. || μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι, σταματώ•

    разговор перескся η συνομιλία διακόπηκε.

    -секу, -сечёшь
    -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересечённый, βρ: -чён, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαστιγώνω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересечь

  • 19 перетянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω.
    2. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    3. (προσ)ελκύω, προσηλυτίζω•

    перетянуть на свой сторону τραβώ με το μέρος μου.

    4. (τυπογρ.) μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, από μια σελίδα σε άλλη.
    5. παρασφίγγω σφιχτοδένω.
    6. ξανατεντώνω.
    7. παρατεντώνω.
    8. βαρύνω, γέρνω, κλίνω•

    левая чаша весов -ла ο αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε.

    || υπερτερώ, νικώ στην έλξη.
    9. μαστιγώνω.
    1. ζώνομαι σφιχτά.
    2. τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη.

    Большой русско-греческий словарь > перетянуть

  • 20 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

См. также в других словарях:

  • διέρχομαι — διέρχομαι, διήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διέρχομαι — go through pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… …   Dictionary of Greek

  • διέρχεσθον — διέρχομαι go through pres imperat mp 2nd dual διέρχομαι go through pres ind mp 3rd dual διέρχομαι go through pres ind mp 2nd dual διέρχομαι go through imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέλθετε — διέρχομαι go through aor subj act 2nd pl (epic) διέρχομαι go through aor imperat act 2nd pl διέρχομαι go through aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέλθω — διέρχομαι go through aor subj act 1st sg διέρχομαι go through aor subj act 1st sg διέρχομαι go through aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέλθῃ — διέρχομαι go through aor subj mid 2nd sg διέρχομαι go through aor subj act 3rd sg διέρχομαι go through aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέρχεσθε — διέρχομαι go through pres imperat mp 2nd pl διέρχομαι go through pres ind mp 2nd pl διέρχομαι go through imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίελθε — διέρχομαι go through aor imperat act 2nd sg διέρχομαι go through aor ind act 3rd sg (homeric ionic) διέρχομαι go through aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεληλυθότα — διέρχομαι go through perf part act neut nom/voc/acc pl διέρχομαι go through perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διελθόν — διέρχομαι go through aor part act masc voc sg διέρχομαι go through aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»